15.10.07

Λίγος Μεσαίωνας είναι πάντα επίκαιρος!

-Η κατάσταση στo Παρίσι το περασμένο φθινόπωρο ήταν τεταμένη. Επρόκειτο για επανάσταση αποκλεισμένων νέων που κατοικούν σε δύσκολες γειτονιές, όπου η ανεργία είναι αρκετά υψηλή. Τι πιστεύετε για την κατάσταση αυτή; Είναι κοινοί εγκληματίες; Ποια είναι τα κίνητρά τους;

-Η ερώτηση έχει απασχολήσει πολύ τα ΜΜΕ. Αποτυπώνει τα ελάχιστα που γνωρίζουμε για την κατάσταση. Είναι βέβαιο ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε γειτονιές δύσκολες, όπου το ποσοστό της ανεργίας είναι ιδιαιτέρως υψηλό. Πρόκειται όμως για επανάσταση; Σηκώνει συζήτηση. Πάντως, οι ενδιαφερόμενοι δεν την παρουσιάζουν ως απόπειρα επανάστασης, αλλά κυρίως ως αντίδραση, διαμαρτυρία, ίσως μέσο δράσης, όχι όμως επανάσταση· ενδεχομένως να γίνει επανάσταση αργότερα, δεν το ξέρουμε. Όσον αφορά την εγκληματικότητα και τα κίνητρα, νομίζω πως έχουμε ακούσει πολλά και θα έλεγα ότι είναι πιθανόν, αν λάβουμε υπ’ όψη μας την ιστορία των ιδεών και των εξεγέρσεων, να πρόκειται για κίνημα πολυπλοκότερο από όσο λέγεται. Ας πάρουμε για παράδειγμα την εγκληματικότητα. Ο υπουργός Εσωτερικών είπε ότι τα άτομα που πετάνε πέτρες είναι όλα εγκληματίες· σίγουρα είναι αφ’ ης στιγμής πετάνε πέτρες. Ήταν όμως προηγουμένως συνηθισμένοι εγκληματίες, με βεβαρημένο ποινικό μητρώο; Σύμφωνα με το δικαστήριο του Bobigny, μόνο 20% των συλληφθέντων ήταν παραβατικοί, μικροεγκληματίες, με ποινικό μητρώο. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το 20% δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό, ωστόσο δεν είναι και αμελητέο ποσοστό. Αντιστοιχεί όμως το ποσοστό των συλληφθέντων στο ποσοστό των διαδηλωτών; Η αστυνομία συλλαμβάνει άραγε πιο εύκολα άτομα που είναι ήδη εγκληματίες ή, αντιθέτως, άτομα που αποτελούν ευκολότερους στόχους; Πάντως, δεν έχουμε κανένα ποσοστό, καμία σοβαρή μελέτη δεν έχει γίνει για να μας πληροφορήσει ποια ακριβώς είναι αυτά τα νεαρά άτομα και τι εννοούμε λέγοντας νέοι· εννοούμε έναν γυμνασιόπαιδα 12 χρονών, έναν άνεργο 25 ετών ή ένα κοινό «βαποράκι»; Δεν είναι όλοι το ίδιο. Ακούμε την H. Carrère d’Encausse, ακαδημαϊκό, ειδική για τη νεκρή Σοβιετική Ένωση, της οποίας μάλιστα είχε προβλέψει το τέλος μέσω μιας γενικευμένης εξέγερσης όλων των Δημοκρατιών, να αποδίδει τα τελευταία γεγονότα στην πολυγαμία. Χωρίς αμφιβολία, μπορεί να υπάρχουν κάποιοι πολύγαμοι. Είναι όμως παράξενο που η εποχή μας, στην οποία ανθούν οι «επανενωμένες οικογένειες», μιλάει για πολυγαμία. Και έπειτα, η εξουσία είναι άραγε ασθενέστερη στους πολύγαμους, δεν το γνωρίζω, θα άξιζε να συζητηθεί το θέμα με ανθρωπολογικούς όρους και να επαληθευθεί από στατιστικά στοιχεία. Όπως και να έχει, παρατηρείται παντελής απουσία αληθινών στατιστικών, επαρκώς σχολιασμένων, κάτι που θα μπορούσε να γίνει με την άντληση στοιχείων από δικαστήρια (τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν αντικατοπτρίζουν πιστά την κοινωνική πραγματικότητα). Από την άλλη, έχουμε αντιλήψεις και προκαταλήψεις, οι οποίες εκφέρονται ατεκμηρίωτες από ανθρώπους που θεωρούνται ειδικοί. Εκείνο το οποίο θα πίστευα, χωρίς να έχω στοιχεία για να το επαληθεύσω, είναι πως μία μικρή μειοψηφία των ατόμων που ρίχνει πέτρες και βόμβες μολότωφ και πυρπολεί αυτοκίνητα αντιμετωπίζεται με αντιφατικό τρόπο από τα άτομα που κατοικούν στις γειτονιές αυτές: από τη μία μεριά, υποτιμητικά (τα αυτοκίνητα που καίγονται δεν είναι, σίγουρα, αυτοκίνητα πλουσίων· καμιά φορά πρόκειται ακόμη και για φορτηγά, που ανήκουν σε μικροεπιχειρηματίες, ενδεχομένως μετανάστες)· από την άλλη μεριά, ορισμένοι θεωρούν ότι η εξέγερση ή η εγκληματικότητα βοηθάει στην ανάδειξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γειτονιές αυτές, οι οποίες δεν βρίσκονται σε αξιοζήλευτη κατάσταση· υπάρχει κάπου η ελπίδα πως, αν και καίγονται τα αυτοκίνητα του κόσμου, ίσως αυτό να οδηγήσει κάπου· θα επανέλθουν ίσως ο θεσμός των «εκπαιδευτών» που έχει καταργηθεί, οι συνοικιακοί αστυνόμοι, καλύτερα ποσοστά επιτυχίας στα σχολεία, κτλ. Όλοι, κατά βάθος, λένε ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια θετική πλευρά από όλη αυτήν την κατάσταση, ακόμη και όσοι είναι απολύτως ενάντιοι. Έτσι εξηγείται η διφορούμενη αυτή κατάσταση, οπότε κανείς δεν λέει ακριβώς αυτό που πιστεύει, και όπου καθένας προσπαθεί να παίξει ένα ρόλο, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του παραδοσιακού ρόλου αυτών που λένε «διώξτε όλους τους ξένους», κάτι ούτε καινούργιο ούτε ελκυστικό, κατά τη γνώμη μου.


-Ποιος είναι ο ρόλος του Πανεπιστημίου απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση; Έχει κάποιο μερίδιο ευθύνης; Έχει βοηθήσει ικανοποιητικά τους αποκλεισμένους; Είναι αριστοκρατικό ή ανοιχτό στα μη προνομιούχα στρώματα;

-Μοιάζει βέβαιο ότι το Πανεπιστήμιο δεν έχει εντελώς αλλάξει από τότε που ο Bourdieu και ο Passeron έγραψαν το ενδιαφέρον βιβλίο τους (Οι κληρονόμοι), στο οποίο εξηγούσαν ότι «χάρη στους πολιτισμικούς μηχανισμούς, ο ταξικός ρατσισμός μπορεί να δημοσιοποιείται, χωρίς ποτέ να φαίνεται». Όσον αφορά το πανεπιστήμιο της Nanterre, ίσως και λόγω της γεωγραφικής του θέσης -βρίσκεται έξω από το κέντρο-, δέχεται, με περισσότερο ή λιγότερο ενθουσιασμό είναι η αλήθεια, φοιτητές που προέρχονται από υποβαθμισμένα προάστια. Υπήρξε μάλιστα μία περίοδος, κατά την οποία ο επόπτης εκπαίδευσης (recteur) είχε αποφασίσει να μη δεχόμαστε κανέναν φοιτητή από το κέντρο του Παρισιού· διαμαρτυρηθήκαμε, μας έστειλαν έναν αντιπρόσωπο του Υπουργείου για να συζητήσουμε, ο οποίος, παρά το ότι προερχόταν από αριστερή κυβέρνηση, μας έλεγε πώς «εσείς στην Nanterre δεν δέχεστε κόσμο από τα προάστια», ενώ εμείς εκείνο που ζητούσαμε ήταν να έχουμε και κάποιους Παριζιάνους, ώστε να δοθεί τουλάχιστον στους φοιτητές από τα υποβαθμισμένα προάστια η δυνατότητα να γνωρίσουν παιδιά δικηγόρων, δικαστών κτλ., να υπάρχει δηλαδή ένα μίνιμουμ κοινωνικής ανάμειξης και να μην είναι όλα τα παιδιά των δικαστών και δικηγόρων στο Παρίσι Ι και ΙΙ και όλα τα παιδιά των υποβαθμισμένων προαστίων στο Παρίσι Χ – Nanterre.

-Κατά τη διάρκεια των ταραχών αυτών, για τις οποίες μόλις μιλήσαμε, σημειώθηκαν εκτεταμένοι βανδαλισμοί. Η ίδια η λέξη έχει ιδιαιτέρως αρνητική φόρτιση. Ποιοι ήταν αυτοί οι Βάνδαλοι και ποια η σχέση τους με τους άλλους βαρβαρικούς λαούς;

-Είναι οπωσδήποτε μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση για έναν ιστορικό κι έχω αφιερώσει πολύ χρόνο στη μελέτη των Βαρβάρων, που σε σημαντικό βαθμό αποτελούν τις απαρχές της Δυτικής Ευρώπης, παρ’ όλη την τελειότητα του μοντέλου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που διήρκεσε πάρα πολύ. Ξέρουμε ότι οι Βάνδαλοι είναι λαός αρκετά ιδιόμορφος, είναι απεγνωσμένοι άνθρωποι, που είχαν κυνηγηθεί και σχεδόν εξοντωθεί στην Σιλεσία, και οι οποίοι, κατά τη διάρκεια ενός πολύ ψυχρού χειμώνα, μετανάστευσαν εξ ανάγκης και πολύ γρήγορα στην άλλη όχθη του Δούναβη· έτσι χρειάστηκε να αφήσουν πολύ κόσμο καθ’ οδόν. Κατάφεραν να διασχίσουν τον Ρήνο γιατί ήταν παγωμένος, επωφελήθηκαν από έναν αποδεκατισμό, που αποδυνάμωσε τον ρωμαϊκό στρατό στην Παβία της Βόρειας Ιταλίας, του οποίου η καταγωγή ήταν βαρβαρική, και όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι ο ρωμαϊκός στρατός, αντί να τους συνθλίψει, όπως θα έκανε υπό κανονικές συνθήκες, δεν πέρασε ποτέ τις κορυφογραμμές των Άλπεων. Οι Βάνδαλοι επομένως μπόρεσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν, από τη στιγμή που είχαν περάσει τον Ρήνο· δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα σε μία ζωή που δεν τους είχε προσφέρει τίποτε· έτσι, διέσχισαν διαγωνίως την Γαλατία λεηλατώντας, διέσχισαν την Ισπανία, όπου έμειναν αρκετό καιρό, έτσι ώστε να δώσουν και το όνομα στην (Ου)ανδαλουσία ή «χώρα των Βανδάλων» και, στη συνέχεια, θεωρώντας ότι είχαν ακόμη καλύτερα πράγματα να κάνουν, έφθασαν μέχρι την Τύνιδα, στη Βόρεια Αφρική. Όπως είπε ένας αρχαιολόγος, εάν δεν είχαμε παρά μόνον κάποια θραύσματα αγγείων για να ανασυνθέσουμε τη μετανάστευση των Βανδάλων από τη Σιλεσία μέχρι τη Βόρεια Αφρική που διήρκεσε λίγα χρόνια, θα μας έλεγαν ότι «η ιστορική εκδοχή σας είναι εντελώς τρελή». Αλλά έχουμε ιστορικά κείμενα που δείχνουν ότι έτσι έγινε. Όταν έφτασαν εκεί, αποτέλεσαν μία αριστοκρατία ιππέων. Φυσικά δεν υπήρχαν πολλοί γέροι, ασθενείς, κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρχαν γυναίκες ούτε παιδιά, ίσως έκαναν κάποια στην Ανδαλουσία· ήταν χριστιανοί, αλλά αρειανοί. Δήμευσαν μεγάλες εκτάσεις της συγκλητικής αριστοκρατίας, καθώς και μεγάλες εκκλησιαστικές εκτάσεις. Όταν η Εκκλησία διαμαρτυρήθηκε, την καταδίωξαν. Επομένως, σε μεγάλο βαθμό, ήταν το ρωμαϊκό κατεστημένο και η Εκκλησία που δημιούργησαν τη φήμη των Βανδάλων ως των βαρβαρότερων μεταξύ των Βαρβάρων. Μπορεί και από τη φύση τους να ήταν έτσι· ωστόσο, ο ιστορικός Προκόπιος μας διασώζει στοιχεία που συνθέτουν μία διαφορετική εικόνα: ένας από τους τελευταίους τους βασιλείς, ο Γελίμερος, απομονωμένος σε έναν λόφο, ζητά από έναν ρωμαίο αξιωματούχο, που πιθανώς να ήταν γερμανικής καταγωγής, ένα σφουγγάρι για ν’ ανακουφίσει το πληγωμένο μάτι του και μία άρπα για να υμνήσει για τελευταία φορά τα κατορθώματα των προγόνων του. Ο Προκόπιος λοιπόν, ένας βυζαντινός συγγραφέας, επιλέγει εκουσίως να παραθέσει αυτή τη διήγηση, πράγμα το οποίο δείχνει μία κάποια αναγνώριση του λαού αυτού. Η ίδια όμως η λέξη βάρβαρος, ήδη από την ελληνική αρχαιότητα, έχει απαξιωτική χροιά, δηλώνοντας λαούς, των οποίων η ομιλία περιείχε «βορβορυγμούς», προσδιορίζοντας συνάμα την εθνοτική ταυτότητά τους. Είναι αλήθεια ότι οι μεγάλοι συγγραφείς της αρχαιότητας δεν είναι ρατσιστές· σίγουρα, ο Ηρόδοτος δεν έχει κανένα εχθρικό συναίσθημα απέναντι στους βαρβάρους. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος είναι ικανός να αναδείξει όλα τα καλά στοιχεία που μπορεί να έχει κάποιος Βάρβαρος και ο Προκόπιος το ίδιο. Για τους απλούς ανθρώπους, όμως, η λέξη βάρβαρος είχε οπωσδήποτε αρνητική χροιά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αποδεκατισμού της Παβίας· ένας αξιωματούχος του ανακτόρου που ήθελε να εμποδίσει την επίδραση του στρατηγού Στηλίχωνος, ο οποίος ήταν βανδαλικής καταγωγής, αλλά εκρωμαϊσμένος ήδη πριν από 3-4 γενεές και ο οποίος έκανε απόλυτα σωστά τη δουλειά του, άφησε να κυκλοφορήσει η φήμη ότι το επιτελείο θα διέπραττε προδοσία. Εάν δεν υπήρχε ρατσισμός στο λαό, η φήμη αυτή δεν θα μπορούσε να διαδοθεί, ενώ αντιθέτως ο λαός όρμησε στους καταυλισμούς των αξιωματικών και σκότωσε όλον τον κόσμο, τους αξιωματικούς και τις οικογένειές τους που βρίσκονταν εκεί και στη συνέχεια έγιναν τα ίδια πράγματα στις κυριότερες πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, ένα είδος Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου για τα γερμανικά φύλα. Ο Κασσιόδωρος, ο οποίος είχε διατελέσει αξιωματούχος ενός Βάρβαρου βασιλιά, λέει ότι η διαφορά ανάμεσα σε έναν Βάρβαρο και σε ένα ζώο είναι ότι ο Βάρβαρος στέκεται σε δύο πόδια. Ο Σιδώνιος Απολλινάριος περιέγραψε με τα πιο μελανά χρώματα ανθρώπους που δεν ήταν κοινοί Βάρβαροι, αλλά στα κείμενα παρατηρούμε ότι επρόκειτο για ανθρώπους της αυλής του βασιλιά, Βουργουνδούς πλούσιους που γυρίζουν σπίτι τους αργά την νύχτα, ταΐζουν τα άλογά τους, τους αρέσουν τα φαγητά με σκόρδο και κρεμμύδι, στοιχεία που θεωρούνται όλα ασύμβατα με μία πολιτισμένη κουλτούρα. Υπάρχουν νέοι βάρβαροι; Ο Μαρξ το έχει ήδη πει, έχοντας συγκρίνει το προλεταριάτο με τους Βαρβάρους της Ιστορίας[1] που στρατοπεδεύουν γύρω από τις πόλεις, κατάσταση η οποία παραπέμπει στα προάστια, παρά το ότι τα προάστια της εποχής του ήταν λιγότερο απομακρυσμένα από τα σημερινά. Οι Βάρβαροι της Ιστορίας, της απαρχής της Ευρώπης, αρχικά δεν είχαν έρθει ως κατακτητές. Οι τελευταίοι μόνον μπήκαν στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως κατακτητές, όταν η αυτοκρατορία βρισκόταν ήδη σε κατάσταση αποσύνθεσης. Έχοντας ανάγκη από στιβαρά χέρια για την καλλιέργεια των χωραφιών, αναγκάστηκε να τους ενσωματώσει. Τέλος, υπάρχουν περιοχές όπως η Βόρεια Γαλατία ή η Ανατολική Αγγλία, που κατοικούνταν από ανθρώπους βαρβαρικής καταγωγής –ακριβώς όπως οι μετανάστες σήμερα-, οι οποίοι υφίσταντο διακρίσεις: για παράδειγμα, μία διάταξη του Βαλεντινιανού Α’ απαγόρευε κάθε ένωση μεταξύ ενός βαρβάρου και μιας επαρχιώτισσας, με απειλή θανατικής ποινής στην πυρά και για τους δύο.


-Οι Ρωμαίοι έχουν ολοσχερώς καταστρέψει πόλεις όπως η Καρχηδόνα. Ενώ μιλάμε για βανδαλισμούς, γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Ρωμαίοι και πώς σχηματίζονται οι προκαταλήψεις υπέρ ή κατά ενός λαού;

-Πρόκειται για μία ερώτηση, η οποία για έναν ιστορικό είναι ακόμη πιο θεμελιώδης, διότι αναφέρεται όχι στην ιστορία ως ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά ως ιστορία που ξαναγίνεται με περισσότερη ή λιγότερη προσπάθεια επιστημοσύνης. Σίγουρα οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν την Καρχηδόνα και τα Ιεροσόλυμα, κατέστρεψαν ακόμη και την Κόρινθο αν θυμάμαι καλά, κατέστρεψαν επομένως πολλές πόλεις τις οποίες στη συνέχεια αναδόμησαν. Σχεδόν εκκένωσαν όλους τους κατοίκους της ΒΑ Γαλατίας, που αποτελούν ένα μέρος του σημερινού Βελγίου. Εκκένωσαν επίσης την κοιλάδα Val d’ Aoste. Γιατί επομένως δε μιλάμε για ρωμαϊκές καταστροφές; Θέτοντας την ερώτηση, ήδη δίνουμε τα στοιχεία της απάντησης. Οι περισσότεροι από εμάς τους ιστορικούς θεωρούμαστε απόγονοι του ρωμαϊκού κράτους. Οι Ρωμαίοι μας κληροδότησαν μια συγκεκριμένη αντίληψη του ιδιωτικού και του δημόσιου δικαίου, έννοιες που όλες χρησιμοποιούνται και σήμερα· είναι αλήθεια επίσης ότι η πτώση μιας σύγχρονης αυτοκρατορίας, της σοβιετικής αυτοκρατορίας, μας έδειξε ότι όταν το βάρος της ενοποιημένης αυτοκρατορίας παύει να βαραίνει, αυτό το οποίο αναδύεται δεν είναι μία ακτινοβολούσα ουτοπία, αλλά σφαγές, παλαιά μίση, μπορούμε να πούμε ότι η κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας δεν έχει, όπως θα έλεγε ο άλλοτε γραμματέας του ΚΚ, αποτελέσματα σε τελική ανάλυση θετικά.


-Συχνά λέγεται ότι οι νέοι της εποχής μας είναι ιδιαίτερα εγκληματικοί. Πρόκειται για μία σύγχρονη αντίληψη. Πώς αντιμετωπίζονταν οι νέοι του Μεσαίωνα;

-Η συγκριτική αυτή ερώτηση είναι επίσης πολύ σημαντική για τους ιστορικούς. Η απάντηση είναι πολύ δύσκολη, δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για τις εποχές του παρελθόντος, ιδιαιτέρως για τον Μεσαίωνα: είμαστε επομένως υποχρεωμένοι είτε να στηριχτούμε στο αυτονόητο κάθε δεδομένης κατάστασης – το «αυτονόητο» είναι όταν μας λένε ότι «αυτό γίνεται συχνά» ή ότι «για άλλη μία φορά» οι νέοι έκαναν αυτό ή εκείνο - είτε σε κάποιες μαρτυρίες συγχρόνων που λένε ότι «πάντοτε γινόταν έτσι», οπότε μπορούμε να συναγάγουμε ότι πρόκειται για συχνό φαινόμενο, διαφορετικά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πρόκειται για κάτι σύνηθες ή, αντιθέτως, για κάτι εξαιρετικό. Το να πει κανείς ότι οι σημερινοί νέοι είναι ιδιαίτερα εγκληματικοί, δεν θα το ’λεγα αυτό. Νομίζω ότι η εποχή μας είναι λιγότερο εγκληματική απ’ ότι στο παρελθόν ή καλύτερα ότι η εγκληματικότητα έχει αλλάξει πρόσωπο· αυτό που εν μέρει επανέρχεται σήμερα είναι μία εγκληματικότητα παλαιού τύπου, μία εγκληματικότητα των σωματικών βλαβών, μία εγκληματικότητα που προέρχεται από μία συγκεκριμένη αντίληψη για την τιμή. Οπωσδήποτε η οικονομική εγκληματικότητα, η εγκληματικότητα του λευκού κολάρου, είναι μικρότερη, ώς ένα βαθμό, στα προάστια, παρόλο που μέσω των ναρκωτικών μπορεί κανείς να βρει διόδους που οδηγούν ως αυτήν, αλλά, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι μία τραπεζική υπάλληλος ρωσικής καταγωγής που υπεξαιρεί ποσά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη Ρωσία, είναι κάτι διαφορετικό. Υπό αυτούς τους όρους – δηλαδή: ανυπαρξία στατιστικών - και λαμβανομένου υπ’ όψη ότι η εγκληματικότητα είναι σύνθετο και πρωτεϊκό φαινόμενο, που αλλάζει μορφή ανάλογα με την εκάστοτε κουλτούρα- πώς να απαντήσει στο ερώτημα αν οι νέοι είναι εγκληματίες;

Θα πρέπει κανείς να αναφερθεί στη δουλειά του Jacques Rossiaud, μεγάλου ιστορικού –μεγάλου όχι μόνο λόγω ύψους, αλλά και λόγω ευρύτητας των αναλύσεων και βάθους της τεκμηρίωσης και της erudition- που έχει μελετήσει αββαεία των νέων, μετά τη Nathaly Davis. Οι μελέτες του έχουν καταδείξει ότι η Nathaly Davis είχε μία μάλλον ειρηνική αντίληψη για τα αββαεία αυτά των νέων, για τα [2]charivari τους, τα καρναβάλια τους, όπου on conspuait des gens, σπρώχνανε άλλους, φαινόμενα στα οποία έβλεπε μία εκδήλωση της εξέγερσης των νέων· ο Rossiaud, αντιθέτως, είναι πιο απαισιόδοξος, αλλά τα κείμενα που χρησιμοποιεί, όπως αρχεία του 15ου αιώνα από την Dijon, οδηγούν προς αυτήν την κατεύθυνση, ότι δηλαδή υπάρχει μία δυσαρέσκεια των νέων, και κυρίως των νέων που είναι αποκλεισμένοι από τις πόλεις, οι οποίες μεγαλώνουν εκείνη την περίοδο (τέλη 14ου/15ου αιώνα). Οι νέοι αυτοί προκαλούν πολλές φασαρίες, ils repriment [] les femmes· αν πρέπει να μιλήσουμε για εξέγερση, αυτή εκδηλώνεται με έντονα φαλλοκρατικό τρόπο, γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα παράξενο. Ο Rossiaud έχει επίσης δείξει ότι συχνά κάποιοι προύχοντες των πόλεων χειραγωγούν τα αββαεία αυτά νεότητας, τα σωματεία αυτά των νέων, για να ασκήσουν στη συνέχεια κατασταλτικά μέτρα εναντίον αυτών που τους ενδιαφέρουν και όχι των άλλων.



-Οι νέοι των προαστίων για τους οποίους γίνεται λόγος τελευταία είναι συνήθως αποκλεισμένοι και άνεργοι. Ποιοι ήταν οι αποκλεισμένοι του Μεσαίωνα; Υπήρχαν εξεγέρσεις; Η ανεργία υπήρχε;

-Ποιοι ήταν οι αποκλεισμένοι του Μεσαίωνα; Υπήρχαν, φυσικά, οι νέοι, αλλά δεν υπήρχαν μόνο οι νέοι. Ως προς αυτό το θέμα, υπάρχουν οι περίφημες μελέτες του Geremek, Πολωνού ιστορικού, ο οποίος για να αποφύγει επικίνδυνους σκοπέλους στη χώρα του, θεώρησε σώφρον να ασχοληθεί με τον Μεσαίωνα· μεταξύ των ενδιαφερόντων του ήταν και οι αποκλεισμένοι του Μεσαίωνα και απέδειξε τον πολύ οργανωμένο χαρακτήρα αυτών των αποκλεισμένων, οι οποίοι δεν εξεγείρονται, είναι κατά κάποιον τρόπο εγκατεστημένοι σ’ έναν άλλο κόσμο, γεγονός το οποίο, από μία άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ως διαρκής εξέγερση, αλλά δεν επιθυμούν να αλλάξουν τον κόσμο· ο κόσμος τους είναι οργανωμένος σε αυλές θαυμάτων, είναι οργανωμένος με [], επομένως με ειδικές γλώσσες –φαινόμενα που γνωρίζουμε και σήμερα-· μένουν στις πόλεις τους χωρίς πρόθεση να βγουν. Η διαφορά με τη σημερινή εποχή συνίσταται στο ότι ο κόσμος δεν πηγαίνει να τους βρει στις αυλές των θαυμάτων τους, δεν υπάρχει τηλεόραση, δεν υπάρχουν ΜΜΕ· έχουν δικούς τους τρόπους ψυχαγωγίας, δικές τους πηγές εσόδων, εγκληματικές φυσικά τις περισσότερες φορές. Όσο για την ανεργία, το ζήτημα τίθεται υπό διαφορετικούς όρους σε μία κοινωνία, όπου η εργασία είναι λίγο διαφοροποιημένη· οι βιοτέχνες (artisans) μπορούν να βρεθούν στην ανεργία, υπό συνθήκες εντελώς ιδιαίτερες. Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα είναι η γεωργία, που αποδίδει ελάχιστα. Το πρόβλημα ήταν να πειστούν οι άνθρωποι να μην καλλιεργούν για τους εαυτούς τους, αλλά, με λιγότερα χρήματα, για τους άλλους. Ο πληθυσμός του Μεσαίωνα αυξανόταν μέχρι τον 13ο αιώνα, οπότε και έφτασε στον μέγιστο βαθμό, σε σχέση με τις δυνατότητες των γαιών, επομένως υπερπληθυσμός αγροτικού πληθυσμού γεγονός που οδήγησε στην έξοδο στις πόλεις, καθώς και σε φαινόμενα μετανάστευσης, που θυμίζουν αντίστοιχα φαινόμενα της σύγχρονης εποχής: ορισμένοι εγκαταλείπουν τον πολύ παραδοσιακό και ελάχιστα παραγωγικό αγροτικό τομέα, για να ασχοληθούν με τομείς, για τους οποίους δεν ήταν προετοιμασμένοι και που δεν τους είχαν πραγματικά ανάγκη –θα ξαναβρούμε αντίστοιχα φαινόμενα τον 19ο αιώνα· στη συνέχεια, υπήρξαν οι μεγάλοι λοιμοί του 14ου αιώνα που έπληξαν δραματικά τον πληθυσμό, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη χειρών στα χωράφια, αλλά επλήγησαν επίσης και οι πόλεις. Το τέλος αυτής της διαδικασίας είναι δύσκολο να συγκριθεί με τη σύγχρονη εποχή, εκτός αν θεωρήσουμε ότι μπορεί να υπάρξουν επιδημίες (AIDS, ασιατική γρίπη), με αποτελέσματα ανάλογα με αυτά του λοιμού του Μεσαίωνα.


-Πώς ήταν οργανωμένη η ασφάλεια των ανθρώπων κατά τον Μεσαίωνα;

- Πριν απαντήσει κανείς στην ερώτηση αυτή, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια της ασφάλειας τότε δεν ήταν ίδια με τη σημερινή. Μελετήσαμε προσφάτως, με τους μεταπτυχιακούς φοιτητές, το προοίμιο του Νόμου των Βουργουνδών· είναι ενδιαφέρον ότι ο βασιλιάς τους, υποκαθιστώντας τη ρωμαϊκή διοίκηση, όντας ο ίδιος ρωμαίος στρατηγός, μιλάει για την ανάγκη δικαιοσύνης, την οποία δεσμεύεται να εξασφαλίσει στους διοικουμένους, μαζί με την ηρεμία. Και πιστεύω, πράγματι, πως όταν πηγαινοέρχονται στρατοί, όταν γίνονται συχνά πραξικοπήματα, όταν υπάρχουν οι Βάνδαλοι που διασχίζουν τη χώρα –πάντως, δεν είναι μόνο οι Βάνδαλοι που δημιουργούν προβλήματα, προβλήματα υπάρχουν και σε περιοχές όπου οι Βάνδαλοι δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους-, μπορεί κανείς βάσιμα να υποθέσει ότι πολύς κόσμος, ληστές, διάφοροι αποκλεισμένοι, εξεγείρονταν· οι εξεγέρσεις αυτές δεν ήταν μόνο αγροτικές ούτε προέρχονταν μόνο από τους φτωχότερους κατοίκους των πόλεων· όλη αυτή η ανασφάλεια κούραζε τον κόσμο, που έβλεπε τις σοδειές του να λεηλατούνται· εξ ου η ανάγκη του Βουργουνδού ηγεμόνα να υποσχεθεί ηρεμία, δηλαδή ασφάλεια. Το αίτημα, πάντως, της ασφάλειας δεν φαίνεται να εκτείνεται ώς την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, οι άνθρωποι δεν περιμένουν να βοηθηθούν για να ζήσουν, ίσως επειδή ως επί το πλείστον είναι αγρότες. Ένας αγρότης δεν έχει ανάγκη να του πούνε πώς να καλλιεργεί, ξέρει να το κάνει από μόνος του. Οι κοινωνίες αυτές έχουν μεγάλο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τους διοικούντες, οι οποίοι όλο και περισσότερο απορροφούν την ιδεολογία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που παρουσιαζόταν ως καλοπροαίρετη, μία αυτοκρατορία που ήταν παλαιότερα θεμελιωμένη στον νόμο, ο οποίος επίσης παλαιότερα αποτελούσε έκφραση της βούλησης του ρωμαϊκού λαού. Όλα αυτά τα θεμέλια, στο τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν υπάρχουν: δεν υπάρχουν λαϊκές συνελεύσεις ούτε εκλογές, εκτός από κάποιες περιπτώσεις εκλογής προκρίτων σε πόλεις. Παραμένει όμως η αντίληψη ότι η διακυβέρνηση στοχεύει στο κοινό καλό και όχι στην προσωπική ευχαρίστηση. Χωρίς αμφιβολία, δεν αποκλείεται οι νέοι ηγέτες, στρατηγοί βαρβαρικής καταγωγής, να είχαν διατηρήσει κάτι από το παλαιό αθλητικό πνεύμα της φυλής τους, σύμφωνα με το οποίο θεωρούνταν κάπως υπεύθυνοι για τους δικούς τους, κατάσταση που παραπέμπει σε μία μορφή οικογενειακής αντίληψης για την εξουσία. Παραλλήλως, όμως, υπάρχουν διάχυτες κάποιες παλαιότερες θεωρητικές αξιώσεις για δημοκρατία, τις οποίες η ρωμαϊκή




[1] «Βάρβαροι» με κεφαλαίο «Β» ονομάζονται τα γερμανικά φύλα που εισβάλλουν από τις αρχές του 5ου αι. στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
[2] Charivari: έθιμο μεσαιωνικής καταγωγής σύμφωνα με το οποίο ομάδες νέων κυρίως ανθρώπων

Δεν υπάρχουν σχόλια: