15.10.07

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ: η σύζευξή τους για την προβολή εξουσιαστικών αντιλήψεων, μέσα από την απεικόνιση του ανθρωπίνου σώματος στο χρόνο.

[Νίκος Δρακόπουλος]

Η σχέση του δικαίου με την εξουσία ανάγεται στις απαρχές της οργανωμένης κοινωνίας. Η βία, εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, που γίνεται προσπάθεια όχι να εξαφανισθεί – κάτι τέτοιο θα ήταν εξ άλλου αδύνατον – αλλά να τιθασευθεί, παίρνει διάφορες μορφές, μία από τις οποίες (με δεσπόζουσα, μάλιστα, θέση στην κρατικά οργανωμένη κοινωνία) είναι το δίκαιο. Το δίκαιο, λοιπόν, ως σύνολο κανόνων δεσμευτικών, «εξαναγκαστών» κατά την ορολογία της Φιλοσοφίας του Δικαίου, από την ισχύ του κράτους[1], ανεξάρτητα από την όποια ηθική ή πνευματική τους επιβολή, εκπορεύεται από την εξουσία και εκφράζει εξουσιαστικές αντιλήψεις. Διαμορφώνεται από την εξουσία, αλλά και την νομιμοποιεί, με την έννοια ότι θέτει τους όρους, υπό τους οποίους αυτή ασκείται ή, εξ ίσου συχνά, καλύπτει κάθε λόγης αυθαιρεσίες της. Επιπλέον, εκφράζει άριστα, όπως επισημαίνει ο Hegel[2], τη γενικότητα της κρατικής βούλησης ως υπερβαίνουσας το άθροισμα των μερικών βουλήσεων των μεμονωμένων κοινωνιών, την υπεροχή του Κράτους απέναντι στο Άτομο.
Εύλογα, λοιπόν, το δίκαιο είναι ο καλύτερος εκφραστής εξουσιαστικών αντιλήψεων στην διάρκεια των αιώνων, ή, τουλάχιστον, ο πιο εύκολα «ανεκτός», καθώς θεμελιώνεται στη λογική. Με δεδομένο όμως ότι η λογική και τα πορίσματά της δεν έχουν πάντοτε διαρκείς επιρροές, σε αντίθεση με την τέχνη, η οποία κατ’ αρχήν απευθύνεται στο θυμοειδές και γενικότερα τις αισθήσεις, αγκαλιάζοντας, κατά συνέπεια, πλατύτερες μάζες [3], η νομιμοποιημένη έκφραση της εξουσίας, το κρατικής προέλευσης δίκαιο, χρησιμοποίησε την τέχνη, για να προπαγανδίσει τον εαυτό της, να προωθήσει τους στόχους της ή ακόμη και να συμβολίσει τον θρίαμβό της. Μάλιστα, σχεδόν πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, δίκαιο και πολιτική συγχέονται και εγκολπώνονται σ’ ενιαίο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σε μία από τις πρωιμότερες εκφράσεις «πολιτικοποίησης της κουλτούρας»[4].
Ευεξήγητος είναι και ο λόγος, για τον οποίο οι καλλιτεχνικές δημιουργίες, που εκφράζουν εξουσιαστικές αντιλήψεις δικαϊκής προέλευσης, είναι κατά κανόνα απεικονίσεις σωμάτων. Το ανθρώπινο σώμα είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο άσκησης εξουσιαστικών πρακτικών – για να χρησιμοποιήσουμε φουκαλδική ορολογία – και το δίκαιο, όσο και αν αποσκοπεί στον έλεγχο της διάνοιας, επιδιώκει πρώτιστα να διασφαλίζει ως minimum αυτόν του σώματος.
Ας ασχοληθούμε με ορισμένες μόνο καλλιτεχνικές δημιουργίες αυτού του είδους, για να το αντιληφθούμε χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση. Από την ελληνική αρχαιότητα, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ενός εκ των δύο αετωμάτων του ναού του Δία στην Ολυμπία, ένα αριστούργημα πλαστικής που απεικονίζει την μάχη Λαπιθών και Κενταύρων, ανθρώπων, υπό τον ηγεμόνα τους Πειρίθου, από τη μια, και ημικτηνωδών όντων από την άλλη. Επιδέξια αντιπαρατίθεται η οργανωμένη και θεμιτή βία, αυτή που εκπορεύεται από την κοινωνία, που συνέχεται από την κρατική εξουσία, ενάντια στην ορμέμφυτη, πρωτόγονη βία της αναρχικής κατάστασης του ανθρώπου, σε μια απο τις αρχαιότερες διαπιστώσεις της. Στον Μεσαίωνα, όπου η εξουσία τονίζει την εκπόρευσή της εκ Θεού και οι μορφωμένοι, όταν μιλούν για Δίκαιο, αναφέρονται πρώτιστα στο Κανονικό Δίκαιο, υπάρχει πληθώρα απεικονίσεων, που με την τυπικότητα των δικαϊκών διαδικαστικών πράξεων διακηρύσσουν τη νομιμότητα της μοναρχικής εξουσίας, με το μονάρχη να στέφεται απ’ ευθείας από τον Ιησού Χριστό και το κυρίαρχο σωματικό του χαρακτηριστικό, το κεφάλι του, να περιβάλλεται από φωτοστέφανο. Τις συναντούμε απο νομίσματα έως ψηφιδωτά, με εντυπωσιακότερο το βυζαντινής τεχνοτροπίας ψηφιδωτό της Βασιλικής της Μαρτοράνα στη Σ ικελία (12ος αιώνας), όπου ο Χριστός στέφει τον Ηγεμόνα νομιμοποιώντας τον και η ομοιότητα των δυο μορφών είναι τέτοια[5], ώστε κρίθηκε σκόπιμο να γραφεί στα ελληνικά το όνομα του Νορμανδού Βασιλιά, «Ρογέριος Ρήξ», για να διακρίνονται. Η Αναγέννηση υπήρξε η εποχή, όπου κατ’ εξοχήν η τέχνη – και δη η ζωγραφική – συμπορεύτηκε με την εξουσία και νομιμοποίησε, ιδιαίτερα στην Ιταλία, μοναρχίες, ολιγαρχίες, «δημοκρατίες», τυραννίδες και τάχθηκε στην υπηρεσία της Μεταρρύθμισης ή της Αντιμεταρρύθμισης, εγγράφοντας τις συνέπειες από την επικράτηση του δικαίου ή του αδίκου ακριβώς πάνω στα σώματα των ανθρώπων.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η εποχή που άνθισε η τεχνοτροπία του μπαρόκ, η οποία εκπροσωπεί τη μεταβατική περίοδο, που σημαδεύει το πέρασμα από την Αναγέννηση στον Διαφωτισμό, στη νεωτερικότητα, καθώς η μορφή αυτή τέχνης με τα έντονα χρώματα, με την εγγενή θεατρικότητα, ενέργεια και αισθησιακή ανεμελιά, που φαίνεται να αδιαφορεί εντελώς για την προπαγάνδα, υπήρξε ένα από τα πιο επιτυχημένα, λόγω της αισθητικής της τελειότητας, οχήματα υποστήριξης «δικαίων» μέσα από την ασύνειδη, φυσική σχεδόν, προβολή τους. Τα συμπαθητικά πορτρέτα του Καρόλου Α΄ Στιούαρτ και της οικογένειάς του από τον Van Dyck μοιάζουν εκ των υστέρων να «επιβάλλουν» την Παλινόρθωση, αν και φαίνονται εντελώς προσωπικά και απολίτικα. Η θεατρικότητα της «Παράδοσης της Μπρέντα» του Βελάσκεθ με την παράξενη σωματική χαλαρότητα και άνεση των μορφών, αν και μόλις εξήλθαν από μια πολεμική αναμέτρηση, υποδεικνύει ότι η, από άποψη δημοσίου διεθνούς δικαίου άψογη, παράδοση της πόλης στον «νόμιμο» κύριό της είναι σύμφωνη και με τη φυσική τάξη πραγμάτων[6]. Aυτή ακριβώς η φυσική νομοτέλεια διατρανώνεται στο πλήθος των απεικονίσεων του Βασιλέα Ήλιου, του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και της Αυλής του, σε ημιμυθολογικά συμπλέγματα, όπου η επιτηδευμένη αφροντισιά και η μεγαλοπρέπεια συνταιριάζονται, για να αποδείξουν την στην ουσία επίπλαστη σταθερότητα των θεσμών.
Αν και η τάση αυτή συνεχίστηκε επι μακρόν, υπήρξαν και περιπτώσεις που εκδηλώθηκε αντίδραση από την ίδια την κοινωνία, που χρησιμοποίησε την τέχνη, για να προβάλει το δικό της δίκαιο[7]. Χαρακτηριστικό έργο αυτής της κατηγορίας είναι ο πίνακας «Η Ελευθερία οδηγεί τον Λαό», του Delacroix, όπου μια γυμνόστηθη γυναίκα, η Ελευθερία συμβολικά, ανεμίζοντας την τρίχρωμη σημαία και πατώντας πάνω στα πτώματα των οδοφραγμάτων, καλεί εργάτες και αστούς, οι οποίοι συνωθούνται με υπερένταση, που διαγράφεται στους μυώνες των σωμάτων τους, να επαναφέρουν την άνωθεν παραβιασμένη πολιτειακή νομιμότητα, εκείνο τον δραματικό Ιούλιο του 1830. Δεν είναι τυχαίο πως έχει έλθει πια η εποχή του ρεαλισμού.[8]
Tέλος, μια πτυχή του θέματος που δεν πρέπει να αμελήσουμε να υπαινιχθούμε, λόγω της εμφανούς πρακτικότητας της, είναι η χρησιμοποίηση πολλών έργων τέχνης ως δώρων που προσφέρονται στους ισχυρούς ή δωρίζονται από αυτούς, δημιουργώντας δεσμούς εξάρτησης ισχυρότερους και από τους δικαιικούς.[9]
Όπως και να έχει, το σώμα ως αντικείμενο καλλιτεχνικής αναπαράστασης χρησιμοποιήθηκε πολυειδώς για την προβολή δικαιοκρατικών θεωριών των κάθε είδους εξουσιών. Η προτίμηση στις εξουσιαστικές αντιλήψεις δικαιικής υφής εξηγείται, πέραν των ανωτέρω, κι από το γεγονός ότι η τέχνη, όπως και το δίκαιο, διακηρύσσουν, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, τον διηνεκή τους χαρακτήρα. Κάπως έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε ένα από τα πρώτα – ιστορικά – πεδία άσκησης κυβερνητικότητας, όπως πρώτος την όρισε ο Michel Foucault, δηλαδή ως διαχείρισης μιας πολύπλοκης μορφής εξουσίας, που επικεντρώνεται πρωταρχικά σε ορισμένο πληθυσμό, με βασική μέριμνα την «ασφάλεια»[10], αυτό του χώρου της τέχνης, για να παραχωρήσει στις μέρες μας την πρωτοκαθεδρία σ’ εκείνον των ΜΜΕ.





ΝΙΚΟΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
[1] Δεν είναι τυχαίο που στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, Κράτος και Βία, οι δυνάστες του ανανεωτικά σκεπτόμενου ανθρώπου, εμφανίζονται και δρουν συνδυαστικά και συντονισμένα.
[2] Βλ Π. Σούρλα, Θεμελιώδη ζητήματα της μεθοδολογίας του δικαίου - Μέρος Α΄: Θεωρητική στοιχείωση, εκδ. Σάκκουλα 1986, σελ. 19.
[3] Ακόμη και αν πρόκειται για τη λεγόμενη «υψηλή» τέχνη, πάντοτε υφίσταται αυτό το πλεονέκτημα.
[4] Βλ. και Susan Wright, Η πολιτικοποίηση της κουλτούρας, σελ.73-107, στο: «Άνθρωπος, Κουλτούρα και Πολιτική», (επιμέλεια Χρ. Δερμετζόπουλου, Μ. Σπυριδάκη), εκδ. Μεταίχμιο 2004.
[5] Για το ηθελημένο ή όχι αυτής της ομοιότητας, βλ. Μ. Βarber, The Two Cities: medieval Europe, 1050-1320, 2nd ed., Routledge 2004, p. 218 και E.Κantorowicz, The King’s two bodies: a study in medieval political theology, Princeton University Press 1957, p. 65.
[6] Βλ. Richard S. Dunn, The Age of Religious Wars, 1559-1715, Norton 1979, pp. 223s.
[7] Βλ. γενικά Pierre Classtres, Η κοινωνία απέναντι στο Κράτος, εκδ. .Αλεξάνδρεια 1992.
[8] Βλ. Masterpieces of Western Art,Α History of art in 900 individual studies, Taschen 2002, p. 432.
[9] Βλ., γενικά, Μαρσέλ Μως, Το Δώρο-μορφές και λειτουργίες της ανταλλαγής, εκδ. Καστανιώτη 1979.
[10] Βλ. “La governamentalità” – «Η κυβερνητικότητα», Μαθήματα στο Collège de France, 1977-78, Tέταρτο μάθημα, 1/2/78, Aut-Aut, v. 167-168, pp. 12-29.

Δεν υπάρχουν σχόλια: