15.10.07

Από τη Μεθοδολογία στην Ιστορία: το ζήτημα των κοινωνιών χωρίς κράτος και χωρίς δίκαιο"

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΠΕΤΡΟΣ ΣΑΣΣΕΛΙΟΣ - AD ΜΜΙΙ-ΜΜΙΙΙ
(μετάφραση: Νίκος Δρακόπουλος)


Το ζήτημα, που προσεγγίζουμε ως προκαταρκτικό αυτού του μαθήματος, δεν είναι απλό στη διατύπωσή του. Από την μια μεριά , οι ανθρωπολόγοι γνωρίζουν καλά ότι υπήρξαν- και ακόμη υπάρχουν- μη οργανωμένες σε κράτος κοινωνίες. Ωστόσο, πολλοί λίγοι έφθασαν να παραδεχθούν πως μια κοινωνία μπορεί να υπάρχει χωρίς δίκαιο. Στον αντίποδα, εάν, ενώπιον μιας πλειοψηφίας από αυτούς, ισχυρισθείτε ότι μπορείτε να συλλάβετε την ύπαρξη κοινωνιών χωρίς Δίκαιο, θα προκαλέσετε έντονες επικρίσεις και διατρέχετε εξαιτερικό κίνδυνο να θεωρηθείτε φοβεροί ρατσιστές, οι οποίοι πιστεύουν πως υπάρχουν –δεν ξέρω σε ποιο μέρος του κόσμου- άνθρωποι τόσο άγριοι, τόσο πρωτόγονοι, που δεν μπόρεσαν να εφεύρουν δίκαιο , ώστε να οργανώσουν τις σχέσεις τους, και ζουν σε ένα χώρο αναρχίας.
Από την άλλη μεριά, οι νομικοί διόλου δεν ενδιαφέρονται για κοινωνίες μη κρατικά οργανωμένες, γιατί, εξ ορισμού, δεν έχουν πολλά πράγματα να πουν γι’ αυτές: δίχως Κράτος, οι πολιτικοί θεσμοί είναι εξαιρετικά εμβρυώδεις, ώστε να μιλήσουμε για συνταγματικό δίκαιο, διοικητικό δίκαιο, δημόσια οικονομικά κτλ, με λίγα λόγια για όλ’αυτά τα πράγματα, στα οποία θα μυηθείτε κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών των σπουδών σας. Ωστόσο, οι νομικοί συχνά διακατέχονται από την πεποίθηση ότι κάθε γνήσιος πολιτισμός βασίζεται στο δίκαιο. Ως προς τούτο, αποδεικνύονται άξιοι κληρονόμοι της αρχαιότερης ρωμαϊκής σκέψης, όπως εύστοχα κατέδειξε ο Jean Pierre Baud, αυτής που θεωρεί τον πολιτισμό ( με κεφαλαίο Π) ακριβώς έργο του αστικού δικαίου (jus civilis), του δικαίου δηλαδή που είχαν επινοήσει οι Ρωμαίοι, ώστε να διευθετήσουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών (cives) στην πόλη τους (civitas). Ελλείψει αυτού του εκπολιτιστικού δικαίου, δεν ήταν, συμπερασματικά, δυνατόν να υπάρχει παρά βαρβαρότητα. Και, ακόμη περισσότερο, το Δίκαιο θεωρήθηκε στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, κατά τη φυσιοκρατική θεωρία, στην οποία προσκολλώνται ακόμη πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς.
Η θεωρία αυτή είναι, ωστόσο, αρχαίας προέλευσης και δύο από τους κύριους θεωρητικούς της είναι ο έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (4ος αιώνας π.Χ.) και ο ρωμαίος φιλόσοφος και πολιτικός Κικέρων (1ος αιώνας π.Χ). Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον άνθρωπο ως «ζώον πολιτικόν», δηλαδή φύσει προορισμένο να ζει σε μια πολιτική κοινότητα, οργανωμένη και κυβερνώμενη από τους νόμους. Το Δίκαιο είναι έτσι ένα σώμα κανόνων, τους οποίους ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να παραβλέψει και των οποίων η λειτουργία είναι να του επιτρέπουν να εκπληρώσει τον φυσικό του προορισμό, συγκεκριμένα να διασφαλίζουν την επιβίωσή του, την ευημερία του, την ειρήνη και τη δικαιοσύνη.
Το Δίκαιο μοιάζει, λοιπόν, κατά την κοινή άποψη της πλειοψηφίας των ανθρωπολόγων και των νομικών, να είναι κάτι σαν το λόγο, το γέλιο, την ηθική σκέψη κτλ, ένα από εκείνα τα πράγματα, που αποκαλούμε «ίδια του ανθρώπου». Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να εμβαθύνουμε σ’αυτό το προκαταρκτικό ερώτημα δια μέσου των ρυθμιστικών δικλείδων του πολιτισμού μας και, γι’αυτό, θα προσφύγουμε σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα μυθολογικά και θρησκευτικά κείμενα, όπως επίσης και σε κείμενα φιλοσοφίας και ανθρωπιστικών σπουδών. Θα δούμε τελικά πως, αν πρέπει να βρούμε μια απάντηση στο γνωστικό ερώτημα, εάν μπορούμε να φαντασθούμε ανθρώπινες κοινωνίες δίχως δίκαιο και Κράτος, αυτή η απάντηση προυποθέτει μια συμφωνία για τον ορισμό του δικαίου και του κράτους.
Δε θα επανέλθω καθόλου στην παλαιά ξενοφοβία, στην παλαιά ρατσιστική ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία ορισμένες θεωρίες διεκδίκησαν, από τον 18ο αιώνα, βάσεις επιστημονικότητας. Αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν τίποτα να μας διδάξουν για το πεδίο του ενδιαφέροντός μας. Έχετε όλοι ακούσει να μιλούν, για παράδειγμα, σχετικά με την περίφημη «Συζήτηση του Βαγιαδολίδ», που έφερε αντιμέτωπα στην Ισπανία του 16ου αιώνα, την επομένη της Κατάκτησης του Νέου Κόσμου, δυο στρατόπεδα θεολόγων.
Μεταξύ των θεολόγων αυτώ , υπήρξε μια μερίδα, για την οποία οι Ινδιάνοι της Αμερικής δεν ήταν άξιο τουι ανθρώπινου ονόματος- αυτή η φαντασιοπληξία παρουσίαζε ορισμένα, πολύ συγκεκριμένα, πλεονεκτήματα: δεν οδηγούσε σε ηθική ή νομική αντίθεση στο να τους αποστερήσουν από τα αγαθά τους και να τους χρησιμοποιήσουν, εν πολλοίς, ως ζώα ούτε χρειαζόταν πια να υπάρχει σεβασμός στις διπλωματικές σχέσεις με τους αρχηγούς τους, διότι, εξ ορισμού, τα ζώα δεν έχουν κράτος. Από την άλλη, υπήρξαν αυτοί που, όπως ο Βαρθολομαίος Δε Λας Κάσας, υποστήριξαν, αντιθέτως, ότι οι Ινδιάνου ήταν άνθρωποι- πλάσματα του Θεού, ακριβώς όπως οι δυτικοί κατακτητές, πως είχαν ψυχή. Αυτή η δεύτερη θεωρία, ευτυχώς, επικράτησε..Ωστόσο, η μοίρα των Ινδιάνων δε βελτιώθηκε τόσο, και αυτό που κέρδισαν ουσαστικά, εφόσον είχαν ψυχή, ήταν το δικαίωμα να προσηλυτισθούν στον καθολικισμό από έγνοια για την αιώνια σωτηρία τους.
Αυτή η «Συζήτηση του Βαγιαδολίδ» δεν είναι παρά μια ιστορική εικονογράφηση, μεταξύ άλλων, ενός ψυχολογικού σχήματος πολύ απλού: μόνοι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν Κράτος, Δίκαιο, διότι αυτά δεν υπάρχουν ανάμεσα στα ζώα…Ορισμένα ζώα, μολονότι έχουν ανθρώπινη εμφάνιση, δεν καθίστανται λιγότερο ζώα. Αυτό το σχήμα είναι καταφανώς σφαλερό και φρικώδες. Ωστόσο, το ζήτημα περιπλέχθηκε εδώ και κάποια χρόνια, με την ανάπτυξη μιας θεωρίας, αυτής που μόλις έκανε λόγο για τα δικαιώματα των ζώων, θεωρία ανώφελη, διότι υπάρχουν πολλά άλλα μέσα να προστατευθούν τα ζώα από μια σαδιστική βία των ανθρώπων, κι επικίνδυνη συνάμα, γιατί εξασθενίζει την θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της ανθρωπότητας και του βασιλείου των ζώων, η οποία απαιτείται για την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Πιο σοβαρά, το θέμα μιας ανθρωπότητας, δίχως δίκαιο και κρατική εξουσία, τέθηκε:
1) Σε ορισμένες μυθολογίες ή θεμελιώδη θρησκευτικά κείμενα
2) Σε ορισμένα μεγάλα έργα πολιτικής φιλοσοφίας
3) Στη σύγχρονη ανθρωπολογική έρευνα
4) και, τέλος, στο πεδίο της Ιστορίας.

Ανθρωπολογική προσέγγιση

Η ανθρωπολογία, ως επιστήμη του ανθρώπου, είναι ένας πολύ πρόσφατος κλάδος. Πρόκειται για μια συγκριτική μελέτη των πολιτισμών, στο σύνολο των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών, ηθικών, πολιτικών και δικαιικών τους συστατικών, με στόχο να ανακαλυφθούν οι γενικοί νόμοι που διέπουν την ανθρωπότητα. Στο πλαίσιο αυτής της φιλόδοξης αναζήτησης, η ανθρωπολογία επωφελείται όλων των ανακαλύψεων και επιτόπιων αναλύσεων των εθνολόγων σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Αμερική και Αυστραλία. Στη Γαλλία, η ανθρωπολογία θεραπεύθηκε από διαπρεπείς σοφούς, όπως, για παράδειγμα, ο Claude Lẽvi-Strauss.
Πλάι στις οικονομικά ανεπτυγμένες και πολύπλοκες κοινωνίες, όπως οι δικές μας, οι εθνολόγοι ευνοούν την μελέτη των λεγόμενων «πρωτόγονων κοινωνιών», παρ’ όλο που ο όρος αυτός θα μπορούσε να έχει στα μάτια μερικών μια σκωπτική χροιά. Για το λόγο αυτό, προτάθηκε ενίοτε η έκφραση «πρωτογενείς κοινωνίες». Πρακτικά, λίγη σημασία έχει…Πρωτόγονες ή πρωτογενείς, ως όροι, θέλουν απλά να πουν ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες αυτές οι κοινωνίες να αντανακλούν έναν τρόπο ζωής, μια οργάνωση κοντινή σε εκείνες των απαρχών της ανθρωπότητας, ότι αυτές επιμένουν να διατηρούν ένα αρχικό στάδιο, που άλλες κοινωνίες εγκατέλειψαν ύστερα από διαδοχική εξέλιξη.
Η ανίχνευση των διαφόρων σταδίων αυτής της ιστορίας, ονομάζεται «εξελικτισμός». Αυτό το διάβημα είναι αξιοπεριφρόνητο, καθώς βασίζεται σε απλουστευτικές αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες ορίζουν τις βαθμίδες μεταξύ «αγριότητας» και «προόδου». Στο κάτω κάτω, οι προηγούμενοι αιώνες μας έδειξαν αρκετά έντονα για πόσες φρικαλεότητες υπήρξαν ικανές οι λεγόμενες προοδευτικές κοινωνίες, πάντοτε με την υπόσχεση της ευτυχίας. Τα κριτήρια, λοιπόν, που επιλέγονται, για να μιλήσουμε για εξέλιξη, πρέπει να είναι απόλυτα ουδέτερα, αντικειμενικά και επιστημονικά.
Έτσι, οι έρευνες των εθνολόγων και των προϊστορικών επιστημόνων επιτρέπουν να ξαναγνωρίσουμε έναν ιδιαίτερα απλό τύπο της ανθρώπινης κοινωνίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται στον αρχαιότερο τύπο, την πρωτόγονη ή την πρωταρχική μορφή της. Οι κοινωνίες αυτές είναι συγκεκριμένα κοινωνίες με συγκροτημένες σε Κράτος και σήμερα βρίσκονται υπό εξαφάνιση: πράγματι, αντιστέκονται ανεπιτυχώς στην επαφή με την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Γκουαγιάκι, μιας πολύ μικρής κοινωνίας στη Νότια Αμερική, στην Παραγουάη, χαμένης στα δάση του Αμαζονίου. Αυτούς τους Γκουγιάκι, ένας Γάλλος ενθολόγος, ο Pierre Clastres, τους συνάντησε την περίοδο 1960-1970 και πέρασε μαζί τους πολλά χρόνια της ζωής του, για να κατανοήσει τον τρόπο ζωής τους, την κοινωνική τους οργάνωση, την κουλτούρα τους. Το προϊόν της μελέτης του ήταν δυο ωραία βιβλία : «Το Χρονικό των Ινδιάνων Γκουαγιάκι» (Plon, Terre Ηumaine), από την μια, και μια συλλογή άρθρων υπό τον τίτλο «Η κοινωνία ενάντια στο Κράτος», από την άλλη ( Ểditions de Minuit).
Όπως ορισμένες άλλες κοινωνίες αυτής της περιοχής, οι Γκουαγιάκι ζουν σε μικρές ανεξάρτητες ομάδες, με την καθεμιά όχι μεγαλύτερη από διακόσια-τριακόσια άτομα, που διαιρούνται σε αυτόνομες ομάδες, άπαξ και ο πληθυσμός μεγαλώσει υπερβολικά. Η επιβίωση βασίζεται αποκλειστικά στο κυνήγι και στην συγκομιδή προϊόντων του δάσους: μελιού, φρούτων, γευστικών προνυμφών εντόμων…
Κοινωνία ειδυλλιακή από μια ορισμένη άποψη, σε τέλεια ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον, με ήθη αρκετά ήπια (ο Clastres αναφέρει ότι ποτέ δεν είδε κανέναν να σηκώνει χέρι σε παιδί ούτε επιπλέον να διαπράττει την παραμικρή βία: η ίδια η ιδέα δεν μοιάζει να αγγίζει το πνεύμα των Γκουανάκι, για τους οποίους τα αναγκαία για την επιβίωση καθήκοντα δεν καταλαμβάνουν περισσότερο από πέντε ώρες την ημέρα, μη όντας καθόλου αυτό που εμείς ονομάζουμε εργασία, παρά μάλλον παιχνίδι ή άθληση.
Κοινωνία αμείλικτη από μια άλλη άποψη, με πολύ σκληρές πρακτικές μύησης, με αυτά που θα μπορουσαμε να ονομάσουμε τελετουργικούς φόνους, που κρίνονται αναγκαίοι, για να αποκαταστήσουν την ισορροπία, η οποία στιγμιαία διασαλεύτηκε μεταξύ των ζωντανών και των πνευμάτων των νεκρών, με μια παράδοση καννιβαλισμού (για την οικειοποίηση των αρετών των τεθνεώτων). Κοινωνία πολεμοχαρής, ενίοτε, της οποίας οι σχέσεις με τις γειτονικές ομάδες μπορούν να περάσουν γρήγορα από την αμοιβαία αδιαφορία στη συμμαχία ή στον πόλεμο.
Εν συντομία, δε μπορούμε να τα πούμε όλα εδώ γι’αυτήν την κοινωνία, για την οποία πρέπει κανονικά να μιλάμε σε χρόνους παρελθοντικούς, διότι, από τους Γκουαγιάκι, σήμερα δεν πρέπει να απομένουν παρά ελάχιστοι…
Αυτά που ο Clastres απέδειξε για τους Γκουγιάκι, όπως άλλοι εθνολόγοι μπόρεσαν να κάνουν για κάποιες άλλες κοινωνίες του δάσους του Αμαζονίου, είναι πως, σ’ αυτές τις κοινωνίες, δεν υπάρχει:
-εργασία: αγνοούν κάθε διάκριση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου.
-συσσώρευση αγαθών: το τελικό πλεόνασμα του κυνηγιού ή της συγκομιδής δεν αποθηκεύεται, αλλά αναλίσκεται ή σπαταλιέται (γιατί να δημιουργηθούν αποθέματα, από τη στιγμή που η φύση, κατά κανόνα, δείχνεται γενναιόδωρη, πράγμα που ίσχυε, τουλάχιστον, πριν την άφιξη των δυτικών, που εκμεταλλεύθηκαν το δάσος ).
-πλούτος, οπότε και οικονομικές ανισότητες: ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι (τα μέλη της κοινότητας δεν κρατούν σχεδόν τίποτα για τους εαυτούς τους και, συγκεκριμένα, η τροφή παραδίδεται συστηματικά σε άλλα μέλη της ομάδας, από τα οποία λαμβάνουν, με την σειρά τους, φαγητό.
-ιεραρχία: κανείς δεν κατέχει θέση ανώτερη του άλλου και οι μόνες διακρίσεις, που υφίστανται εντός της ομάδας, βασίζονται στην ηλικία (αμύητοι νέοι και ενήλικες) και το φύλο ( κοινωνικός καταμερισμός καθηκόντων σε κυνήγι για τους άνδρες και συγκομιδή για τις γυναίκες).
-εν κατακλείδι, Κράτος: δεν υπάρχει άτομο ή όργανο επιφορτισμένο με δημόσια εξουσία, εξουσία καταναγκασμού. Δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, κανείς δεν μπορεί να ονομάζεται βασιλιάς, νομοθέτης, δικαστής.
Ωστόσο, ο Clastres παρατήρησε μεταξύ των Γκουαγιάκι, την παρουσία ενός άνδρα, επιφορτισμένου με ένα ειδικό λειτούργημα:
-είναι αυτός που διασφαλίζει την διεύθυνση ορισμένων κυνηγετικών επιχειρήσεων ή, εν τέλει, πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον μιας εχθρικής ομάδας, πράγμα που προϋποθέτει μια ιδιαίτερη δεξιότητα, αλλά, πέρα απ’αυτό, το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, δε μπορεί να δίνει εντολές.
-είναι αυτός που οφείλει να αποπειράται την επίλυση των προσωπικών συγκρούσεων, στο πλαίσιο της ομάδας, αλλ’ αποκλειστικά με ωραία λόγια και πειθώ, χωρίς καμιά εξουσία καταναγκασμού.
-μαθαίνουμε επίσης γι’αυτόν ότι γνωρίζει να αφηγείται και να απαθανατίζει στη μνήμη τα επιτεύγματα της ομάδας, κυρίως στο κυνήγι, προς μεγαλύτερη ευχαρίστηση των ακροατών.
-τέλος, οφείλει να κάνει δώρα και κατέχει για τούτο ένα προνόμιο- πράγματι , ενώ οι γυναίκες της ομάδας είναι συχνά πολυγαμικές, εκείνος είναι ο μόνος πολυγαμικός άντρας: θα είναι έτσι σε θέση να διαθέτει μια επιπρόσθετη μερίδα της συγκομιδής, συλλεγόμενη από τις γυναίκες του, αλλά δε θα μπορουσε ποτέ να την κρατήσει για τον εαυτό του και οφείλει να απαλλαγεί απ’αυτήν, προσφέροντας την σε άλλους- ας προσθέσουμε ότι, ως προς το σεξουαλικό μέρος της υπόθεσης, αυτό το προνόμιο είναι αποψιλωμένο, καθώς τίποτα δεν εμποδίζει της εξώγαμες σχέσεις μεταξύ οσωνδήποτε συναινούντων ενηλίκων, χωρίς αυτό να μοιάζει να πυροδοτεί αληθινές αντιζηλίες, οικογενειακές σκηνές και, ακόμη λιγότερο, προσωπικά δράματα….
Στην πραγματικότητα, σημειώνει ο Clastres, δε μπορούμε αληθινά να ονομάσουμε αρχηγό αυτό το πρόσωπο, εκτός αν προβούμε σε λεκτική κατάχρηση, γιατί δεν έχει εξουσία, παρά μόνο υποχρεώσεις: να αποδεικνύεται ικανός στο κυνήγι, τον πόλεμο, τα λόγια και, επιπλέον, οφείλει να είναι γενναιόδωρος και να δίνει στους άλλους ό,τι λαμβάνει από τις γυναίκες του. . Εξάλλου, εφόσον οι Γκουαγιάκι δεν είναι ευχαριστημένοι μαζί του, ευγενικά του δίνουν να το καταλάβει και δεν αργεί να αντικατασταθεί από άλλον!
Να γιατί ο Clastres δεν αρκέσθηκε να μιλήσει για μια κοινωνία δίχως κράτος, αλλά πρότεινε την έκφραση «κοινωνία εναντίον του κράτους». Η απουσία πολιτειακής δομής δεν είναι το αποτέλεσμα φυσικής κατωτερότητας των Γκουαγιάκι, μια εγγενούς ανικανότητας να δημιουργήσουν Κράτος. Είναι συνειδητή άρνηση του κινδύνου που το κράτος αντιπροσωπεύει στα μάτια τους. Συμπερασματικά, δε θέλησαν αυτόν το Λεβιάθαν, όπως τον ονόμαζε ο Thomas Hobbes….Μπορούμε επίσης να διατυπώσουμε το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: οι Γκουαγιάκι δεν θέλησαν η πολιτική λειτουργία (δηλαδή η «κυβέρνηση της πόλεως») ν’αυτονομηθεί από το πλαίσιο της ομάδας, πάνω από την ομάδα: αυτή η λειτουργία ανήκει σε όλους χωρίς διαφοροποίηση.
Μπορούμε να διατηρήσουμε την ίδια γλώσσα σε ό,τι αφορά στην οικονομία- η οικονομία των Γκουαγιάκι δεν αυτονομήθηκε από τις άλλες δραστηριότητες της ομάδας, εξ ου και αυτή η άρνηση της εργασίας, της αποθησαύρισης, του εμπορίου, του πλουτισμού, που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό τους. Η ομάδα δεν αποσπά από την φύση, παρά μόνο αυτό που είναι απόλυτο αναγκαίο για την επιβίωσή της. Θα προσθέσουμε πως αυτή η κοινωνία αρνείται επίσης την γραφή και την ιστορία- υπάρχουν εργαλεία, για να αντιμετωπισθεί η εξέλιξη και να διαφυλαχθεί αποτελεσματικά μια μνήμη. Αλλά ποια μνήμη θα επρόκειτο να μεταδώσουν, καθώς η ομάδα αρνείται επίσης κάθε εξέλιξη, κάθε αλλαγή: αυτό που είναι, υπήρξε και θα παραμείνει και δεν υπάρχει τίποτε να διηγηθεί κανείς από το παρόν. Η ομάδα δεν δείχνει να απασχολείται παρά με τη διατήρησή της αιώνιας ισορροπίας της μεταξύ των ανθρώπων, της φύσης και των πνευμάτων των νεκρών…τουλάχιστον ως την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. . Μένει να τεθεί ή άλλη όψη του ερωτήματος, που συνιστά το αντικείμενο του προκαταρκτικού κεφαλαίου. Αυτές οι κοινωνίες που, όπως των Γκουαγιάκι, είναι δίχως Ιστορία, δίχως εξέλιξη, δίχως γραφή, δίχως εργασία, δίχως πλούτη, δίχως οικονομία, δίχως ανισότητες και δίχως Κράτος, είναι επίσης κοινωνίες χωρίς Δίκαιο ή και κοινωνίες εναντίον του Δικαίου? Αυτό το τελευταίο βήμα ο Pierre Clastres δεν τόλμησε να το πραγματοποιήσει και έχω ήδη επισημάνει πόσοι ανθρωπολόγοι έχουν σχετικούς ενδοιασμούς.
Είναι φανερό πως καμιά από αυτές τις κοινωνίες, τις πλέον πρωτόγονες ή πρωτογενείς που μπορούμε να συλλάβουμε, δε ζει ή μπορεί να επιβιώσει χωρίς κανόνες. Αντίθετα, διαθέτουν πολυάριθμους κανόνες για την κοινωνική ζωή, συγκεκριμένους και υποχρεωτικούς. Οι συμπεριφορές ορίζονται από προδιαγραφές, επιτακτικούς κανόνες. Έχουμε ήδη παραθέσει μερικούς, όσον αφορά στους Γκουαγιάκι, όπως η υποχρέωση διαμερισμού της τροφής, που προέρχεται από το κυνήγι. Γενικά, αυτοί οι κανόνες πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπ’ όψιν , εφόσον έχουν να κάνουν, από θρησκευτική άποψη , με το τι πρέπει να τελείται για τους θεούς ή τα πνεύματα των νεκρών, και δη των προγόνων, από διατροφική άποψη, ποια τροφή επιτρέπεται και πότε, από σεξουαλική άποψη, με ποιόν απαγορεύεται η ερωτική πράξη (απαγόρευση αιμομειξίας, για την οποία γνωρίζουμε καλά, χάρη σε ανθρωπολόγους, όπως ο Levi-Strauss, ότι είναι οικουμενικός νόμος των κοινωνιών, πράγμα που δεν εμποδίζει τεράστιες διαφορές ως προς την εκτίμηση του είδους των σχέσεων, που θεωρούνται μιαρές ή μη. Οι ανθρωπολόγοι παρουσιάζουν ευχαρίστως αυτούς τους κανόνες ως νόμους της ομάδας. Νόμοι αναγκαστικοί, και ο εξαναγκασμός αυτός, αντί να επιβάλλεται από ένα ειδικό πολιτειακό όργανο, ένα δικαστήριο, μια αστυνομία, είναι το έργο του συνόλου της ομάδας, με τον καθένα να είναι συγχρόνως φύλακας αυτών των κανόνων και υποκείμενος σ’αυτούς. Ιδού ένα φαινόμενο, που δεν μας είναι εύκολο να φαντασθούμε. Η μελέτη ενός πολύ σημαντικού τελετουργικού, αυτού της μύησης, θα μας βοηθήσει να το κατανοήσουμε.
Όλες αυτές οι κοινωνίες διαθέτουν τελετουργικά μύησης σκληρά και κοπιαστικά, που έχουν ως λειτουργία να περάσει κάθε άτομο από την κατάσταση του παιδιού σε εκείνη του ενήλικα. Κανείς δεν τα αποφεύγει. Η βιαιότητα τους είναι αναμφίβολη και μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας είδος τελετουργικού βασανισμού, που πρέπει να αντέξει το θύμα, κατά προτίμηση χωρίς ένδειξη πόνου- τις περισσότερες φορές πρόκειται για σκαριφισμούς (βαθιές χαρακιές) και, ακόμη, ακρωτηριασμούς διαφόρων μελών του σώματος. Κάθε κοινωνία έχει στο κάτω κάτω τις πρακτικές της. Ο Pierre Clastres, πάντα αυτός, ανέλυσε πολύ ωραία το λόγο των δοκιμασιών, στις οποίες υποβάλλονται οι νέοι και από τις οποίες κανείς δε μπορεί να διαφύγει. Αυτή η βίαιη μύηση προκαλεί ένα ανεξίτηλο σημάδεμα του σώματος- είναι το μέσο με το οποίο η ομάδα μεταλαμπαδεύει τον νόμο στον καθένα, είναι ο νόμος της ομάδας, που εγγράφεται για πάντα στα σώματα όλων, φυσικά και συμβολικά. Οι νόμοι σ’εμάς είναι κώδικες, γραπτά, ο νόμος των κοινωνιών δίχως κράτος και γραφή είναι εγχάρακτος. Δε διαχωρίζεται από την ομάδα και κάθε μέλος της, θεσπισμένος από ένα όργανο τεθειμένο υπεράνω της ομάδας, ώστε αυτή να του υποτάσσεται. Είναι συλλογικά εντυπωμένος στην ομάδα και στο καθένα από τα μέλη της, για να ανήκει συγχρόνως σε όλους και στον καθένα. Και ο Clastres προσθέτει ότι οι πρωτόγονες κοινωνιές βρίσκουν ακριβώς σ’ αυτόν τον άγραφο νόμο, αλλά εγγεγραμμένο στο σώμα , το μέσο να αποφύγουν έναν άλλο νόμο, εκείνον του Κράτους, τον απόμακρο και ανώτερο, που η έξωση, ο διαχωρισμός του πολιτισμού γέννησε.
Ας προχωρήσουμε πέρα από τον Clastres: εάν οι πρωταρχικές κοινωνίες αρνούνται να παραχωρήσουν στο πολιτικό στοιχείο μια αυτόνομη τάξη, δεν κάνουν το ίδιο και για το δικαιικό. Εναντίον του Κράτους ως οργάνου χωριστού, επιφορτισμένου να κυβερνά την ομάδα, αυτές οι κοινωνίες δεν είναι και εναντίον του Δικαίου, ως νόμου απόμακρου από τον κάθε άνθρωπο? Αυτός ο διαχωρισμός θέτει το λεπτό πρόβλημα του ορισμού του Δικαίου.
Γνωρίζουμε καλά ότι, στον πολιτισμό μας, δεν είναι το σύνολο των κανόνων που διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων στην κοινωνία. Είναι ένα ιδιαίτερο σύνολο κανόνων. Υπάρχουν έξω από το Δίκαιο, αλλά σώματα κανόνων, υποχρεωτικών με τον τρόπο τους, που μας κυβερνούν: ηθικοί, θρησκευτικοί κανόνες, savoir vivre, νόμοι του έρωτα ή της φιλίας, που η παράβασή τους ξέρουμε πόσο ακριβά κοστίζει, κανόνες της μόδας, που μας προβάλλονται με μια απίστευτη δύναμη δημοσιότητας, νόμοι του ασυνειδήτου, που η ψυχανάλυση προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει και των οποίων η παράνοια μοιάζει να είναι η δραματική κύρωση. Αυτοί οι κανόνες, αν και διαφορετικής φύσης, έχουν κάποτε το ίδιο αντικείμενο. Το ενοχικό σύμπλεγμα, για παράδειγμα, για το οποίο μιλάει η ψυχανάλυση, μπορεί να έχει την καταγωγή του στο ίδιο το κρίμα, δηλαδή την πατροκτονία, που ο ποινικός κώδικας κολάζει, άπαξ και πληρωθεί η αντικειμενική του υπόσταση, αληθινά, όχι συμβολικά, αλλά ουσιαστικά.
Ο δικαιικός κανόνας «ου φονεύσεις», διατυπωμένος τόσο γενικά, δεν είναι δικαιικός κανόνας, αλλά ηθικός και θρησκευτικός κανόνας, που η Βίβλος αναφέρει, αλλά , εάν διαπράξουμε φόνο, θα απολογηθούμε για το έγκλημα μας όχι μόνο ενώπιον της συνείδησής μας ή του Θεού, αλλά, επίσης, ενώπιον ενός Δικαστηρίου, εφόσον οι περιστάσεις της πράξης τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα. Ένα αδίκημα θα μπορούσε να είναι κάποτε αντικείμενο άγριας δίωξης από πλευράς δικαστηρίων και να μην κατατάσσεται πια στις σύγχρονες νομικές κατηγοριοποιήσεις, γιατί η γαλλική επανάσταση δίκαια κατήργησε τα «φανταστικά» εγκλήματα (για παράδειγμα, τη μαγεία ή τη σοδομία), αλλά διαπιστώνουμε ότι μερικοί συνεχίζουν να τα θεωρούν ως θρησκευτικά ή ηθικά αμαρτήματα. Αδικήματα, που τιμωρούνται από το δίκαιο μιας ορισμένης χώρας (για παράδειγμα, αν μια γυναίκα βγει από το σπίτι χωρίς φερετζέ ) είναι συνήθεις συμπεριφορές σε άλλες.
Δεν είναι, λοιπόν, από το αντικείμενο, το περιεχόμενο, το είδος που αναγνωρίζουμε ότι ένας κανόνας είναι δικαιικός ή όχι. Αναγνωρίζουμε ότι ένας κανόνας είναι νομικός από τα όργανα που τον εκδίδουν και τον κυρώνουν, τα οποία, ανεξαιρέτως , ανήκουν στην πολιτειακή δομή, και τις μορφές, υπό τις οποίες εκδίδεται και κυρώνεται. Εδώ, στην Γαλλία, το όργανο, που είναι αρμόδιο να παράγει έναν τυπικό νομο, για παράδειγμα, είναι το Κοινοβούλιο και αυτόν το νόμο το Κοινοβούλιο οφείλει να τον παράξει, σύμφωνα με συγκεκριμένο τύπο, ο οποίος ονομάζεται νομοθετική διαδικασία και, στο πλαίσιο της οποίας, εξάλλου, συνεργάζονται και άλλα όργανα. Κάθε κανόνας, που δεν τηρεί αυτές τις δυο προϋποθέσεις (οργανικό και λειτουργικό κριτήριο), δε μπορεί να είναι νόμος. Λένε ότι ο νόμος είναι η γενική βούληση- είναι ίσως στην πράξη η ιδεολογική σηματοδότηση,που του προσδίδουμε, δεν μπορεί ωστόσο να είναι ο θεωρητικός του ορισμός- δεν αρκεί μια πλειοψηφία των Γάλλων να δείχνει ευνοϊκή, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, στην επαναφορά της θανατικής ποινής, για να επαναθεσπιθεί η θανατική ποινή- πρέπει να θεσπισθεί ένας νόμος από το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διαδικασία, και να κυρωθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από την τελική εξέταση από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δίκαιο είναι, λοιπόν, αυτό το ειδικό σώμα κανόνων, που το θέμα τους είναι αδιάφορο, αλλά των οποίων η έκδοση και κύρωση ανήκουν στα όργανα, που το ίδιο το δίκαιο έχει εξουσιοδοτήσει. Θα αναγνωρίσουμε εδώ τις απόψεις, που επηρεάσθηκαν από την θεωρητική σχολή της νομικής, που θεμελίωσε ο Hans Kelsen.
Οι πρωτογενείς κοινωνίες, οι οποίες αρνούνται αυτά τα όργανα και αυτούς τους τύπους, γιατί δεν θέλουν οι κανόνες τους να αποξενώνονται από τα άτομα, που τους θέτουν, δεν είναι κοινωνίες χωρίς κανόνες, αλλά χωρίς Δίκαιο, εναντίον του Δικαίου, αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στα δύο κριτήρια, που ορίζουν το Δίκαιο ( κριτήριο οργανικό και τυπικό)
Ας σκιαγραφήσουμε αυτήν την πρόταση, προσφεύγοντας σε εθνολογικές παρατηρήσεις. Ο Pierre Clastres αναφέρει στο βιβλίο του «Χρονικό των Ινδιάνων Γκουαγιάκι» μια υπόθεση που φαίνεται ενδεικτική.
Έχοντας φτάσει στην προβλεπόμενη ηλικία, ερχόταν σε αντίθεση με το σύστημα με το να αρνείται την μύηση .Έδειξαν υπομονή απέναντί της, αλλά στην τελική ο Clastres αντιλήφθηκε για τα καλά την ντροπή των γονιών της και την συλλογική αποδοκιμασία γι’αυτήν την απερισκεψία Γιατί να υπάρχει αυτή η άρνηση σ’ένα συστατικό τελετουργικό της ομάδας, αυτή η απελπισμένη άρνηση; Φόβος, που προκαλεί πανικό, μπροστά σε αυτά που θα είχε να υποφέρε ιαπό τις βαθιές χαρακιές που θα προκαλόυσε ένα κοφτερό χαλίκι; Τραγική κατάθλιψη εξαιτίας του θλιβερού πεπρωμένου μιας φυλής σε βίαια αντιπαράθεση με την διείσδυση του μοντέρνου κόσμου και καταδικασμένης , λίαν συντόμως, σε εξαφάνιση; Ό,τι και αν συνέβαινε, όταν ο Clastres ξαναβρήκε τους Γκουαγιάκι, κάποιους μήνες μετά την επιστροφή του στην Γαλλία, δεν ξαναείδε πια τη νεαρή κοπέλα, προσπάθησε να πληροφορηθεί τι είχε απογίνει και του απάντησαν αόριστα: είχε πεθάνει, τη βρήκαν νεκρή, κάποια μέρα, στα όρια του δάσους, δεν είχε παρά να επιστρέψει εκεί κάτω…Ο Clastres δεν ήξερε πια…Να υπήρξε αυτοκτονία; Ο Maurice Goldier, ένας άλλος εθνολόγος, διάσημος, υπήρξε μάρτυρας αυτοκτονίας νεαρών Baruja (Νέα Γουινέα) τρομοκρατημένων από τις βιαιότητες. Να ήταν μια διαδικασία εξώθησής τους στο θάνατο; Το μυστήριο θα παρέμενε ακέραιο…
Το λάθος της νεαρής Chachugi ήταν ανεπίτρεπτο, ανυπόφορο για τα μέλη της ομάδας. Με το να αρνηθεί τη μύηση, απαρνιόταν το σύνολο των κανόνων της ομάδας, τοποθετούνταν από μόνη της έξω από την ομάδα και δε μπορούσε να συνεχίσει να ανήκει εκεί. Είτε η ίδια η νεαρή κοπέλα έπρεπε να ανταποδώσει την δικαιοσύνη είτε να την τιμωρήσει η ομάδα, το αποτέλεσμα περέμενε το ίδιο, αλλά, για την ακρίβεια, δεν είχε αποδοθεί δικαιοσύνη με την νομική έννοια του όρου. Οι Γκουαγιάκι δεν είπαν στον Clastres: η Chachugi διέπραξε ένα έγκλημα, το πιο σοβαρό που υπάρχει και το οποίο τιμωρούνταν με θάνατο, την καταδικάσαμε και την εκτελέσαμε σύμφωνα με τους νόμους μας ή, μάλλον, αυτοκτόνησε, για να αποφύγει την τιμωρία. Όχι, δεν υπήρξε ουτε απαγγελία κατηγορίας ούτε δικαστική διαδικασία ούτε καταδίκη ούτε εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Η Chachugi πέθανε, επειδή δεν μπορούσε πια να συνεχίσει να ζεi…αυτός ο θάνατος πέρασε, χωρίς να δημιουργήσει μεγάλο κρότο, επειδή τελικά ήταν φυσικό να επέλθει…
Θα έχουμε, τουλάχιστον, αντιληφθεί, μετά από αυτήν τη θλιβερή ιστορία ότι οι πρωταρχικές κοινωνίες δεν αντιλαμβάνονται αυτήν τη διαφοροποίηση που επιχειρούμε εμείς, στο πνεύμα κανόνων-νόμων που μας διέπουν, μεταξύ διαφορετικών νομικών διατάξεων, που η καθεμιά διαθέτει την δική της ξεχωριστή δομή. Η προβληματική κοινωνιών χωρίς Κράτος και χωρίς Δίκαιο θα μπορούσε να προβληθεί και με διαφορετικούς τρόπους. Η ύπαρξη διεθνών οργανισμών υπερκρατικών δείχνει, για παράδειγμα, την προοδευτική κυοφορία, αλλά πολύ βραδεία και περιορισμένη, μιας δικαιοπολιτικής παγκόσμιας τάξης. Δε θα σημείωνα τίποτα εδώ, διότι ένα τέτοιο κεφαλαιώδες ερώτημα απαιτεί και άλλες πληροφορίες από τούτες εδώ: την εισαγωγή στις διεθνείς σχέσεις, το δημόσιο διεθνές δίκαιο, το κοινοτικό δίκαιο…
Μας μένει τώρα να προσεγγίσουμε μια τελευταία δυνατή λύση- απάντηση: αυτή της Ιστορίας, που θα μας επιτρέψει να αποδείξουμε ότι το Κράτος και το Δίκαιο δε γεννήθηκαν παράλληλα με τις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες, στην πιο μακρινή προϊστορία, αλλά αποτελούν ιστορικές κατασκευές. Δε μπορούμε, βέβαια, να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πότε εμφανίστηκαν χρονολογικά: ωστόσο, ένα σύνολο εξιχνιάσιμων γεγονότων, από την 2η χιλιετία εώς την εποχή μας σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, αφήνει να διαφανεί μια βραδεία εξέλιξη που οδηγεί στη γέννηση του Κράτους και του Δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: