15.10.07

Ξαναδιαβάζοντας τη "Διάκριση" του Bourdieu

…από τις γαλλικές ελίτ της κουλτούρας στις παγκοσμιο- ποιημένες ελίτ των χρηματιστών - το ωμό πρόσωπο της κυριαρχίας.


Το θέμα το οποίο απασχολεί στη ''Διάκριση'' τον Bourdieu είναι ο τρόπος διαμόρφωσης και θεμελίωσης των σχέσεων κυριαρχίας και μορφών εξουσίας, εντός του κοινωνικού χώρου. το πώς, δηλαδή, η κοινωνία διαιρείται σε κυρίαρχη και κυριαρχούμενη τάξη και πώς αναπαράγεται αυτή η κυριαρχία μέσω της εκατέρωθεν θεώρησής της ως ''νόμιμης'' και ''φυσιολογικής''. Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης ο Bourdieu υπερβαίνει τα παραδοσιακά ζεύγματα της κοινωνιολογικής σκέψης (δρων υποκείμενο/δομή, υποκείμενο/αντικείμενο, άτομο/κοινωνία) και εισάγει νέες έννοιες, στις οποίες θεμελιώνει τη θεωρία του (συμβολικό κεφάλαιο, πεδία, έξη κτλ).
Ο Bourdieu επιχειρεί κατά κάποιο τρόπο να μεταφέρει τη μαρξιστική πάλη των τάξεων στο συμβολικό επίπεδο και τοποθετεί στο επίκεντρο της ανάλυσής του τον πολιτισμό, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ως κεντρικό στοιχείο της τις ομολογίες ανάμεσα σε νοητικές και κοινωνικές δομές. Προσπαθεί να αναδείξει το γεγονός ότι η κουλτούρα, αποτιμώμενη ως πολιτισμικό κεφάλαιο, λειτουργεί διακριτικά ως προς τις κοινωνικές τάξεις, θεμελιώνοντας εξουσιαστικούς διαχωρισμούς, και περαιτέρω προβάλλει ως βάση νομιμοποίησης της συμβολικής κυριαρχίας των κυριάρχων έναντι των κυριαρχουμένων. Ο κοινωνικός χώρος που κατασκευάζει ο Bourdieu διαρθρώνεται με βάση την κατανομή του οικονομικού και του πολιτισμικού κεφαλαίου, που αποτελούν κεντρικούς άξονες διαφοροποίησης, θεωρημένοι μάλιστα τόσο στην αντικειμενική, όσο και στη συμβολική μορφή τους, τόσο, δηλαδή, ως υλικά δεδομένα, όσο και ως παράμετροι διαμόρφωσης μιας συγκεκριμένης αυτοαντίληψης, άρα ταυτότητας, άρα διάκρισης από αυτόν που δε διαθέτει την ίδια ταυτότητα.
Όμως, η κατοχή πολιτισμικού κεφαλαίου δεν ανάγεται σύμφωνα με τον Bourdieu στην ατομικότητα και τις ιδιαιτερότητές της, αλλά απορρέει αποκλειστικά από την κοινωνική θέση του καθενός, όπως αυτή του παραχωρείται από τις κοινωνικές δομές, από την ειδική του, δηλαδή, κοινωνική καταγωγή. Σε κάθε δεδομένη, βάσει της κοινωνικής χωροταξίας του Bourdieu, κοινωνική θέση αντιστοιχεί ένα habitus, μια έξη, που αντανακλά τη σχέση κάθε τάξης, άρα και κάθε ατόμου που ανήκει στη συγκεκριμένη τάξη, με την κουλτούρα, αλλά και με τον κόσμο. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο γεγονός ότι η έξη συναρθρώνεται βάσει δύο επάλληλων χαρακτηριστικών: νοείται ταυτόχρονα ως προϊόν/αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των ατόμων σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές συνθήκες ύπαρξης, αλλά και ως βάση αναπαραγωγής της κοινωνικής διαίρεσης αυτής, καθώς με τη σειρά της διαμορφώνει την αντίληψη του κοινωνικού κόσμου, ως χώρου διαφοροποιημένων κοινωνικών τάξεων, που ως τέτοιος συγκροτεί την κάθε κοινωνική ταυτότητα. Η έξη δομείται από την κοινωνική ταξινόμηση, αλλά και τη δομεί: παράγει διάκριση. Καταλήγει εντέλει στη συγκρότηση ορισμένων κατηγοριών βιοτικού ύφους, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε κάθε διαφορετική κοινωνική τάξη, καθώς αναλογεί ευθέως σε ''διαφορετικές τάξεις υπαρξιακών συνθηκών''. Αυτό είναι το θεμέλιο της κοινωνικής ταξινόμησης, άρα της κοινωνικής διαίρεσης, άρα της κυριαρχίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, αναφορικά με το πολιτισμικό κεφάλαιο, διαμορφώνεται το ακόλουθο σχήμα: η κυρίαρχη τάξη, λόγω της ακώλυτης πρόσβασής της στα πολιτισμικά αγαθά, αποδίδει προτεραιότητα στη φόρμα σε αντίθεση με τη λειτουργία, αποδεικνύοντας την απόσταση που τη χωρίζει από την υλική αναγκαιότητα. Αντίθετα, η κυριαρχούμενη λαϊκή τάξη αδυνατεί να θεμελιώσει μια αισθητική κρίση αυτονομημένη από την πρακτική λειτουργία, στην οποία υποτάσσει τη φόρμα, υπό τις επιταγές ενός γούστου αναγκαιότητας, σε ευθεία αντίθεση με τις καντιανές περί αισθητικής αντιλήψεις. Συμπερασματικά, το εξειδικευμένο γούστο και το δι' αυτού προσπορίσιμο πολιτισμικό κεφάλαιο παράγεται με τα δεδομένα χαρακτηριστικά του στο πεδίο κάθε κοινωνικής τάξης, κυρίαρχης ή κυριαρχούμενης, σε ευθεία αναλογία με τις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξης. Η μεταβολή των χαρακτηριστικών του γούστου, επομένως, μπορεί να προέλθει μόνο από τη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών ύπαρξης. Πώς είναι όμως δυνατή αυτή η τελευταία μεταβολή, όταν οι κοινωνικές συνθήκες ύπαρξης αναπαράγονται μέσω της έξης; Το ερώτημα αφίεται εκκρεμές…
Αν μας επιτρέπεται να συνοψίσουμε, το μοντέλο που εισάγει ο Bourdieu είναι λίγο-πολύ το εξής: ο κοινωνικός χώρος δομείται από μηχανισμούς κυριαρχίας. οι μηχανισμοί αυτοί αποτελούν τμήμα της κοινωνικοποίησης των ατόμων, που τους αναπαράγουν ασυνείδητα, καθώς έχουν καταστεί γι' αυτά έξεις (habitus). Πρόκειται για μια κυριαρχία κατά κανόνα συμβολική, που στηρίζεται στην (ακούσια) συμμετοχή-συνενοχή των κυριαρχουμένων, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τη βία που τους ασκείται, διότι τη θεωρούν σύμφυτη προς την κοινωνική τους θέση, άρα αιτιολογημένη και φυσιολογική. Τελικά, η γνώση του κοινωνικού κόσμου δεν είναι παρά παραγνώριση: οικοδομείται με την καταλυτική παρέμβαση εξωτερικών προς το άτομο, κοινωνικών παραγόντων, χωρίς όμως να υπάρχει η συνείδηση, η γνώση αυτής της παρεμβολής. Άθελά του, δηλαδή, το άτομο εκχωρεί την περί του κοινωνικού κόσμου αντίληψή του στους κοινωνικούς μηχανισμούς και μάλιστα διαμορφώνει την κοινωνική ταυτότητά του διαμέσου της συμβολικής αυτής βίας. Ο πολιτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, καθώς αποτυπώνεται σε προτιμήσεις αναφορικά με ένα ευρύ φάσμα παραμέτρων, από τη διατροφή ως τη μουσική και από την επίπλωση ως τον κινηματογράφο, αναδεικνύεται ως βασικός μηχανισμός κυριαρχίας : '' Το γούστο είναι ο πρακτικός τελεστής της μεταστοιχείωσης των πραγμάτων σε διακριτά και διακριτικά σημεία, των συνεχών κατανομών σε ασυνεχείς αντιθέσεις. (…) Μεταμορφώνει τις αντικειμενικά ταξινομημένες πρακτικές στις οποίες μια συνθήκη αυτοσημασιοδοτείται (μέσω του μεσολαβητή της) σε ταξινομούσες πρακτικές, δηλαδή σε συμβολική έκφραση της ταξικής θέσης, επειδή ακριβώς τις αντιλαμβάνεται στο πλαίσιο των αμοιβαίων σχέσεών τους και σε συνάρτηση με κοινωνικά σχήματα ταξινόμησης.'' 1 Σε αυτά τα πλαίσια, το σχολείο, ως ''αντικειμενοποιημένο σύστημα ταξινόμησης'', επιτελεί ρόλο κυρίαρχου μοχλού αναπαραγωγής των ανισοτήτων ανάμεσα σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, ασκώντας θεσμισμένη συμβολική βία. Αντίστοιχα, η οικογένεια λειτουργεί ως ένας πρώτης τάξεως ιμάντας μεταφοράς του πολιτισμικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Βάσει της συγκεκριμένης εννοιοδότησης της έξης, εξηγείται το γεγονός ότι, παρ' ότι τα πολιτισμικά αγαθά αποτελούν επίκεντρα ανταγωνισμού ανάμεσα στις τάξεις και διακύβευμα για τη θέση καθεμιάς, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και δομές στον Bourdieu φαίνονται να μένουν ακινητοποιημένες και η κυριαρχία νομιμοποιημένη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κατατεθεί το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία ο Bourdieu προβαίνει στη συγκεκριμένη ανάλυση: ύστερη ψυχροπολεμική περίοδος, άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας, οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, άνοδος μορφωτικού επιπέδου, ανάδειξη των νέων μεσοαστικών στρωμάτων με αξιόλογο μορφωτικό επίπεδο. Ο Bourdieu ωστόσο δεν ιστορικοποιεί το κοινωνικό μοντέλο της ''Διάκρισης'', δεν το υπάγει στα ιστορικά-κοινωνικά του συγκείμενα : αντίθετα, φιλοδοξεί μέσα από την ανάλυση της γαλλικής κοινωνίας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο να εντοπίσει τον αμετάβλητο υπερκοινωνικό και ανιστορικό κανόνα, που διέπει τη σχέση κουλτούρας, εξουσίας και ταυτότητας στις σύγχρονες κοινωνίες…
Με αυτά τα δεδομένα, η ανάλυση που καταθέτει ο Bourdieu παρουσιάζει ορισμένα αξιοσημείωτα προβλήματα, των οποίων και μια σύντομη επισκόπηση θα ακολουθήσει.

Το πρώτο πρόβλημα σχετίζεται με τη θέση που επιφυλάσσεται στους ανθρώπους, ως δρώντα υποκείμενα και κατ' επέκτασιν στη συνάρτηση της θέσης αυτής με την ιστορική εξέλιξη. Ο Bourdieu φαίνεται καταρχήν να αρνείται τη δυνατότητα σκέψης, δράσης, αντίστασης του ατόμου. Ο άνθρωπος στον Bourdieu είναι το ετεροκαθοριζόμενο ενεργούμενο, το εκτελεστικό όργανο των μηχανισμών κυριαρχίας. είναι ο χωρίς ατομική συνείδηση και αληθινή αυτοαντίληψη τόπος επάνω στον οποίο εγγράφονται, προκειμένου να αναπαραχθούν, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες. Εντός του κοινωνιολογικού ντετερμινισμού του Bourdieu, όπου κάθε πράξη προδιαγράφεται από τα κοινωνικά δεδομένα και τις πιέσεις που αυτά ασκούν, ο άνθρωπος είναι για την κοινωνιολογική ανάλυση απολύτως αδιάφορος, δεν αποτελεί τμήμα της αλήθειας που εκείνη έχει να ανακαλύψει - άνθρωπος ίσον προϊόν της προκαθορισμένης οριζόντιας συντεταγμένης : βιοτικές συνθήκες → έξη (habitus) → βιοτικό ύφος. Άνθρωπος ίσον ασυνείδητη αντανάκλαση των σχέσεων κυριαρχίας, απρόσωπη τροφή για τους αιώνια(;) κατά Bourdieu αναπαραγόμενους μηχανισμούς κυριαρχίας. Ο ίδιος ο Bourdieu συνοψίζει τις σχετικές θέσεις του ως εξής : ''Οι κυριαρχημένοι, ενεργοποιώντας, προκειμένου να αποτιμήσουν την αξία της θέσης τους και των ιδιοτήτων τους, ένα σύστημα σχημάτων αντίληψης και αποτίμησης, που δεν είναι τίποτε άλλο από την ενσωμάτωση των αντικειμενικών νόμων σύμφωνα με τους οποίους συγκροτείται αντικειμενικά η αξία τους, τείνουν πρώτα να προσδίδουν στον εαυτό τους τα όποια κατηγορήματα τους προσδίδει η κατανομή, αρνούμενοι ό,τι τους έχουν αρνηθεί («δεν είναι για μας αυτά»), αρκούμενοι σε ό,τι τους έχει παραχωρηθεί, ρυθμίζοντας τις προσδοκίες τους με μέτρο τις προοπτικές τους, προσδιορίζοντας τον εαυτό τους όπως η κατεστημένη τάξη τους προσδιορίζει, αναπαράγοντας στην ετυμηγορία που εκφέρουν για τους ίδιους την ετυμηγορία που εκφέρει γι' αυτούς η οικονομία, ταγμένοι, με μια λέξη, σε ό,τι ούτως ή άλλως τους προσήκει, τα εαυτού, όπως έλεγε ο Πλάτων, αποδεχόμενοι ό,τι οφείλουν να είναι, «μετριοπαθείς», «ταπεινοί» και «αφανεις».'' 2.
Δι' αυτού του τρόπου, ο Bourdieu, παρ' ότι σχετιζόμενος θεωρητικά με τις θεμελιώδεις μαρξιστικές ιδέες, διαγράφει το (και προ του Μαρξ!) ιστορικά αυταπόδεικτο γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πολύ συχνά επαρκή συνείδηση της θέσης τους ως κυριάρχων ή κυριαρχουμένων, στη δε δεύτερη περίπτωση έχουν επιπλέον συνείδηση όχι μόνο της καταπίεσης και αδικίας την οποία υφίστανται, αλλά και της δυνατότητας αντίστασης και αντίδρασης που κατέχουν ατομικά και συλλογικά, ως ιστορικά υποκείμενα.3 Αυτό ακριβώς είναι το έρεισμα της διαμόρφωσης και δράσης όλων των κοινωνικών κινημάτων (του εργατικού, του συνδικαλιστικού, του φεμινιστικού κτλ), τα οποία όχι μόνο ανέλυσαν και αναλύουν με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο τα δεδομένα της ανισότητας και της καταπίεσης, αλλά οδηγήθηκαν και σε εν τοις πράγμασι αξιοσημείωτες κατακτήσεις και νίκες, επαναδιατάσσοντας δυναμικά τις σχέσεις κυριάρχων και κυριαρχουμένων. Αν δεχθούμε, δηλαδή, το κλειστό, στατικό σύστημα που προτείνει ως διαμόρφωση του κοινωνικού χώρου η ''Διάκριση'', σύσσωμη η ιστορία των κοινωνικών διεκδικήσεων και αγώνων, των κοινωνικών συγκρούσεων και αλλαγών, δια της οποίας τελικά κινείται και προχωρεί και η ίδια η Ιστορία, παραγνωρίζεται, αποσιωπάται και αφίεται ολοκληρωτικά αθεμελίωτη.

Φθάνει κανείς έτσι στο δεύτερο πρόβλημα που διατρέχει την ανάλυση του Bourdieu, το οποίο αφορά τη διερώτηση σχετικά με την ιστορική αλλαγή. Ο Bourdieu καταθέτει μια αντίληψη για τον κοινωνικό χώρο με κεντρικό άξονα τις αναπαραγόμενες σχέσεις κυριαρχίας, που διαιρούν τις κοινωνικές τάξεις. Το ερώτημα που τίθεται ευθέως είναι απλό: ο κόσμος αυτός αλλάζει; Πώς; Με ποιόν τρόπο; Μήπως ζούμε σε ένα κόσμο που αναπαράγεται επ' αόριστον μένοντας διαρκώς ο ίδιος; Μήπως τελικά, πολύ νωρίτερα από τις αντιδραστικές περί αυτού διακηρύξεις την επαύριο της πτώσης του ''υπαρκτού σοσιαλισμού'', είχε κι ο ίδιος ο Bourdieu επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός ιδιότυπου ''τέλους της Ιστορίας'';
Κρίσιμη ως προς αυτό το ερώτημα είναι η ιδέα του Bourdieu ότι οι νοητικές δομές σχηματίζονται από την εσωτερίκευση των αντίστοιχων κοινωνικών και κατά συνέπεια η κυριαρχία γίνεται αντιληπτή ως νομιμοποιημένη, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να θεωρούνταν αυθαίρετη επιβολή. Το ζητούμενο επομένως, για να απαντηθεί το αν αλλάζει και πώς ο κόσμος, είναι να απαντηθεί το πώς θα μεταβληθεί αυτού του είδους η παραγωγή και αναπαραγωγή της συμβολικής κυριαρχίας. Η μόνη απάντηση που απλώς φαίνεται να υπαινίσσεται ο Bourdieu είναι ότι αυτό θα επιτευχθεί αν ενεργοποιηθούν τα τμήματα εκείνα της κυρίαρχης τάξης που συνδέονται με μια πιο ειλικρινή, πιο ουσιαστική σχέση με την κουλτούρα. Κατασκευάζει, δηλαδή, μια (αυτο)κριτική κοινωνιολογία των διανοουμένων, των ελίτ της κουλτούρας, δεδομένων και των ελπίδων που, όπως προαναφέρθηκε, ήγειρε η εποχή του.
Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η Ιστορία είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις: η μια είναι η αναπαραγωγή και η άλλη η αλλαγή. Ο Bourdieu το παραβλέπει και προβαίνει σε μια μονοδιάστατη και ημιτελή θεώρηση της Ιστορίας, που εξαντλείται στην αναπαραγωγή, αγνοώντας την αλλαγή. Η ''Διάκριση'' αποτελεί ένα μοντέλο ανάλυσης που ναι μεν καταγγέλει δυναμικά τις κοινωνικές ανισότητες και τις σχέσεις κυριαρχίας, αλλά απορροφάται ολοσχερώς από την έμφαση που αποδίδει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών, ώστε να ξεχνά να ασχοληθεί με την ιστορική-κοινωνική εξέλιξη, με το απλό και απτό γεγονός ότι ο κόσμος μεταβάλλεται και η μεταβολή αυτή αποτυπώνεται ανάγλυφα στους διάφορους ιστορικούς χρόνους. Η μεταβολή αυτή φυσικά δε συμβαίνει από μόνη της, αλλά προκαλείται από τους ανθρώπους, οι οποίοι δρουν και διαμορφωτικά ως προς τις κοινωνικές δομές και όχι απλώς και μόνον αναπαραγωγικά, όπως ο Bourdieu ισχυρίζεται. Η ''Διάκριση'' μάς καταθέτει την άρση χωρίς τη θέση...

Ωστόσο, η στενή αντίληψη του Bourdieu δεν περιορίζεται μόνο στη θεώρηση του ανθρώπου και της Ιστορίας : η κεντρική ιδέα της ''Διάκρισης'', ότι, δηλαδή, η συσσώρευση πολιτισμικού κεφαλαίου λειτουργεί νομιμοποιητικά ως προς τα εξουσιαστικά προνόμια της κυρίαρχης τάξης, είναι εντέλει υποτιμητική και για την ίδια την τέχνη και τον πολιτισμό. Αποτελεί μια εργαλειακή, μηχανιστική θεώρησή τους, που αγνοεί το εύρος του περιεχομένου τους, αλλά και την επί των κοινωνικών ζητημάτων τοποθέτηση τους σε πολλές περιπτώσεις. Με δεδομένο ότι, όπως αναφέρθηκε, ο Bourdieu δεν κατασκευάζει ένα μοντέλο της γαλλικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1970, αλλά στοιχειοθετεί μια ανάλυση που, κατά τη γνώμη του, προορίζεται να προσιδιάζει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ανακαλέσει τις πλείστες όσες φορές στα πλέον δίσεχτα χρόνια της καθ' ημάς ελληνικής ιστορίας (και ήταν, ως γνωστόν, πολλά…) η τέχνη όχι απλώς δε νομιμοποίησε τον κυρίαρχο, αλλά στάθηκε ολότελα στο πλευρό του λαού και των αγώνων του. Από το δημοτικό τραγούδι ως το Βάρναλη και το Ρίτσο και από το κοινωνικό μυθιστόρημα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ως το φορτωμένο άμεσα πολιτικά μηνύματα έντεχνο λαϊκό τραγούδι της επταετίας και της μεταπολίτευσης (τα παραδείγματα είναι μέχρις αυθαιρεσίας ενδεικτικά, διότι μια εξαντλητική παράθεση καθίσταται αδύνατη), η τέχνη αποτέλεσε την ανόθευτη αντανάκλαση της λαϊκής ψυχής, των αγωνιών και των καημών της και τον πιο πιστό συνοδοιπόρο του λαού στους αγώνες του ενάντια στην αδικία και την καταπίεση. Ήταν ο τόπος που στέγασε τα λαϊκά κοινωνικά οράματα για ισότητα και δικαιοσύνη, που ολόθερμα αγκάλιασε τις όχι σπάνια αιματηρές κοινωνικές διεκδικήσεις και συγκρούσεις. Σε αυτά τα πλαίσια, στερείται παντελώς νοήματος μια ανάλογη με αυτή του Bourdieu τοποθέτηση σχετικά με τη δια του πολιτισμικού κεφαλαίου νομιμοποίηση των κυριάρχων και ακόμη περισσότερο σχετικά με την απορρόφηση του λαού από το ''γούστο της αναγκαιότητας'' και την αποθέωση της λειτουργίας εις βάρος της μορφής αλλά και του περιεχομένου της τέχνης. Περιττεύει δε εντελώς να επισημανθεί ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Bourdieu μελετούσε τα στατιστικά στοιχεία των ερευνών που είχε διενεργήσει, προκειμένου να θεμελιώσει τη ''Διάκριση'' (1967 και εντεύθεν), στην Ελλάδα, ένα μάτσο -κάθε άλλο παρά υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο κατέχοντες- συνταγματάρχες, πατώντας γερά στις πλάτες των υπερατλαντικών προστατών μας, ταϊζαν αποχαυνωτικό ''άρτον και θεάματα'' το λαό, τυλίγοντας ολόκληρη την Ελληνική κοινωνία ''στο γύψο'', ενώ άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων έπαιρναν (πολλοί για πολλοστή φορά) το δρόμο για τις (αυτό)εξορίες, πληρώνοντας ακριβά μιαν ακόμη χαμένη άνοιξη… Εξ ου και είναι τουλάχιστον συνεπέστερο προς την ιστορική αλήθεια να υποστηρίζει κανείς ότι, στην εν λόγω ιστορική περίοδο (αλλά και όχι μόνο), η τέχνη συντάχθηκε με τη σκέψη, την κινητοποίηση, την αντίδραση, την αντίσταση, την εξέγερση ενάντια στους κυριάρχους της αγραμματοσύνης και των τεθωρακισμένων.
Η αναφορά αυτή στην Ελληνική περίπτωση δεν αποσκοπεί παρά στο να καταδείξει ότι κάθε κοινωνιολογική έρευνα και θεωρία οφείλει πρωτίστως να ιστορικοποιεί εαυτήν, να λαμβάνει επαρκώς υπ' όψιν της τα κοινωνικά και ιστορικά της συγκείμενα, να αναφέρει με ακρίβεια ποια ιστορική περίοδο και ποια κοινωνία αφορούν τα πορίσματά της, αν δεν επιθυμεί να καταλήξει σε θεαματικές αυθαιρεσίες και στην ταύτιση των κοινωνικών συλλογικών οντοτήτων που προτείνει ως υπαρκτές με εντελώς φανταστικές στην πραγματικότητα οντότητες…


Η παραπάνω νύξη αφορά το τελευταίο και σοβαρότερο ίσως πρόβλημα που διατρέχει την ανάλυση του Bourdieu όταν αυτή αναγιγνώσκεται υπό τους όρους του σύγχρονου, απαλλαγμένου από όρια και σύνορα νεοφιλελευθερισμού, το οποίο συνοψίζεται στα ακόλουθα απλά ερωτήματα : τι σχέση μπορεί να έχει μια ανάλυση της εποχής της ανόδου και των ελπίδων της σοσιαλδημοκρατίας και της θεμελίωσης του κοινωνικού κράτους, που αναγορεύει τον πολιτισμό σε πρωτεύοντα νομιμοποιητικό για την εξουσία παράγοντα, με την εποχή στην οποία ζούμε, όπου όχι μόνο το κοινωνικό κράτος αποδομείται ή έχει ήδη αποδομηθεί ριζικά και μάλιστα κατεξοχήν από τη -νεοφιλελεύθερης αυτή τη φορά κοπής- σοσιαλδημοκρατία, αλλά η παντοδυναμία της αγοράς εκτοπίζει τόσο τον πολιτισμό, όσο και την ίδια την πολιτική;4 Ποιά είναι σήμερα, αλήθεια, η θέση του πολιτισμού, όπως τον νοηματοδοτεί ο Bourdieu, όταν η οικονομική δύναμη αποτελεί ρυθμιστικό των πάντων παράγοντα, καθώς απεριόριστη συσσωρεύεται στα χέρια ελάχιστων, διαμορφώνοντας εντέλει έναν κόσμο στον οποίο, για να μεταχειριστούμε την έκφραση ενός έγκριτου Ευρωπαίου δημοσιογράφου, ''οι ανισότητες έχουν αγγίξει επίπεδα πρωτοφανή από την εποχή των Φαραώ'' 5; Ποια επικαιρότητα, άραγε, διατηρούν τα συμπεράσματα του Bourdieu σε έναν κόσμο για τον οποίο ακόμη και ο διαδεδομένος όρος ''παγκοσμιοποίηση'' αποτελεί ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό, καθώς εύσχημα συγκαλύπτει τη συντελούμενη, αδυσώπητη επιβολή του μερικού στο συνολικό, όπου μερικό είναι η τρέχουσα αμερικανοτραφής εκδοχή του δυτικού μοντέλου, όσον αφορά την πολιτική, την οικονομία, αλλά ιδιαίτερα τον πολιτισμό, όπως αυτή επιχειρείται δια της πλανητικής εμβέλειας βιομηχανίας της διασκέδασης και της ενημέρωσης, αλλά ακόμη και δια της απλησίαστης δύναμης των όπλων; Εντέλει, ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τον πολιτισμό, ως νομιμοποιητικό για την εξουσία του παράγοντα, όταν οι ελίτ της κουλτούρας, που έχει στο νου του ο Bourdieu, αλλά και οποιοσδήποτε αντίστοιχα μιλά στο όνομα της γνώσης, της επιστήμης, της τέχνης κλπ, τίθεται αυτόματα και διαπαντός στο περιθώριο, όταν δεν τον προβάλει-επιβάλει η οικονομική του δύναμη στο προσκήνιο μιας κοινωνίας με μοναδικό πρόταγμα το -αποτιμώμενο αποκλειστικά με υλικούς όρους- κέρδος;
Η Ιστορία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλάζει και μάλιστα στα χρόνια που ζούμε αλλάζει ιλιγγιωδώς. Φυσικά, η αλλαγή αυτή δε σημαίνει πάντα ευθύγραμμη πρόοδο. Σημαίνει εξίσου και οπισθοδρόμηση. Και αυτό είναι που
φαίνεται να συμβαίνει με την εντός της κοινωνίας μας τοποθέτηση του πολιτισμού - βρισκόμαστε, δηλαδή, μακρύτερα από όσα το 1979 κατέθετε ως συμπεράσματά του ο Bourdieu και σαφώς κοντύτερα σε όσα το 1947 σημείωναν οι στοχαστές της σχολής της Φρανκφούρτης : ''Το σύστημα επιβάλλει την απόλυτη αρμονία καθαγιάζοντας επιδέξια την απαίτηση για σκουπίδια.''.6 Μόνο που πλέον η μαζική κουλτούρα δεν εγκλείεται στην εθνική επικράτεια, αλλά διαχέεται με εντυπωσιακή ταχύτητα και ευκολία σε ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς η κατευθυνόμενη από συγκεκριμένα ολιγοπώλια βιομηχανία της επιχειρεί μια δυναμική διάταξη των προϊόντων της, ως μηχανισμών παγκόσμιας επιβολής ενός και μόνου τρόπου σκέψης, ενός και μόνου τρόπου ζωής, δηλαδή παγκόσμιας χειραγώγησης και ομογενοποίησης. Ταυτόχρονα, επιδιώκει την απόλυτη περιθωριοποίηση της κουλτούρας και του πολιτισμού, όταν αυτός εννοείται ως βαθιά πνευματική αναζήτηση και καλλιέργεια, άρα πρόκληση-έρεισμα για σκέψη, κρίση και αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψη. Αρκεί για του λόγου το αληθές μια πρόχειρη ματιά στα γεγονότα της εδώ και χρόνια επικαιρότητας.
''Στο δημοφιλή δικτυακό τόπο gamespy.com διεξήχθη ένα δημοψήφισμα μεταξύ των επισκεπτών. Το 80% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι θα προτιμούσε για κυβερνήτη τον Σβαρτσενέγκερ-ρομπότ στην ταινία «Εξολοθρευτής», παρά τον πολιτικό Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ !'' 7 Τα χορηγούμενα μαζικά προς κατανάλωση πολιτιστικά υποπροϊόντα στοχεύουν μέσω της -παρά τη φαινομενική τους δήθεν ποικιλία- αδυσώπητης ως προς το περιεχόμενο και τα μηνύματα ομοιομορφίας τους στη δημιουργία ομοιόμορφων, ομοιόμορφα υποτακτικών συνειδήσεων και έτσι επισφραγίζουν (δε γίνεται λόγος για νομιμοποίηση, διότι αυτή έχει ήδη παραχθεί δια της διαπλοκής της οικονομίας με την πολιτική…) την κυριαρχία των κυριάρχων. Η βιομηχανία της εικόνας, της επικοινωνίας, της διασκέδασης, υποκλινόμενη με τη σειρά της στους νόμους της αγοράς και με έμβλημα το σε πολλές συνέχειες αναπαραγόμενο, χολιγουντιανής (ελλείψει αντιπάλου δέους) εμπνεύσεως κιτς, επιτελεί όσο ποτέ αποτελεσματικά τον ιδεολογικό- πολιτικό, αλλά και διαπαιδαγωγικό της ρόλο. αποβάλλοντας ως ξένο σώμα και περιθωριοποιώντας ο,τιδήποτε αποκλίνει από την ιδεολογική της αποστολή, όχι απλώς ξαναδιαβάζει, αλλά και γράφει την Ιστορία: δε θα είχε με τόση ευκολία πραγματοποιηθεί η στρατιωτική επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, αν η βιομηχανία της εικόνας, των ειδήσεων, των ταινιών κτλ, αλλά και των παιδικών εκπομπών και παιχνιδιών, δεν ήταν σε θέση, μέσω των προμελετημένα αποπροσανατολιστικών εγγραφών της, να εκβιάσει την εκ των προτέρων και εκ των υστέρων γενική συναίνεση και αποδοχή, αφήνοντας αλώβητους από τα βέλη της κριτικής τους λίγους που στην πραγματικότητα λαμβάνουν τις αποφάσεις και τα ιδεολογήματα με τα οποία τις ενδύουν (πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, άξονας του κακού, πίστη στην πατρίδα, τη θρησκεία, τη δημοκρατία… κτλ).
Η εικονική μας δημοκρατία, όχι χωρίς υστεροβουλία, αρέσκεται να συγχέει την πολιτική με το παραπολιτικό μύθευμα, την πραγματικότητα με το θέαμα, το σίριαλ και την εφετζίδικη υπερπαραγωγή. Αφήνει έτσι την εντύπωση ότι ευνοεί (άρα χρειάζεται) έναν πολιτισμό της σύγχυσης, της αποχαύνωσης, της ακρισίας, εντέλει της υποταγής. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς ποιοί και ποιάς ποιότητας ''καλλιτέχνες'' προβάλλονται με απερίσπαστη επιμονή και συνέπεια από τα Μέσα και μάλιστα, ως επί το πλείστον σε τηλεοπτικές ζώνες με εξ ορισμού άσχετη θεματολογία, όπως τα δελτία ειδήσεων, που αναβαπτίζουν ως φλέγοντα για την κοινωνική ζωή θέματα τα βιογραφικά ψευδογεγονότα φωτογενών προκατασκευασμένων τηλεπερσόνων των σίριαλ και του τραγουδιού. (Σε ό,τι δε αφορά την εν προκειμένω αντιμετώπιση του γυναικείου φύλου, ο φόρος της χορηγούμενης σε αυτό τηλεφήμης συνίσταται στην προμελετημένη, αποκλειστική προβολή του ως ετοιμοπαράδοτου προς ηδονοβλεπτική κατανάλωση, απαστράπτοντος από ανοησία, αντικειμένου). Ο νέος ''πολιτισμός'' που κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργείται, είναι πρωτίστως πολιτικός, χαλυβδώνει την εξουσία των κυριάρχων, επιχειρώντας επιπλέον να την καταστήσει και ανενόχλητη, αδιαμφισβήτητη, καθώς διασπείρει την αδράνεια, την απάθεια, την ακινητοποίηση στους κυριαρχουμένους. Πρόκειται όμως για εντελώς άλλη έννοια και λειτουργία του πολιτισμού από αυτήν που περιγράφει ο Bourdieu, ο οποίος τελικά κατασκευάζει στη ''Διάκριση'' μια κοινωνιολογία των μορφωμένων, -πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενων και κυρίως κρατικοδίαιτων- ανερχόμενων, μεσαίων στρωμάτων της γαλλικής κοινωνίας του 1970.

Ό, τι όμως συνέβαινε τότε δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Ο κόσμος δεν άλλαξε τελικά προς το καλύτερο, από την αποκατάσταση μιας πιο γνήσιας σχέσης ανάμεσα στις ελίτ της κουλτούρας και την ίδια την κουλτούρα. Άλλαξε προς το χειρότερο, από τις ελέω αγοράς ελίτ των κυνικών, των κοινωνικά αμοραλιστών, των τεχνοκρατικά καταρτισμένων αλλά ουδόλως πεπαιδευμένων, όσον αφορά το πνευματικό και το ηθικό σκέλος. Ο ίδιος ο Bourdieu, έντονα στρατευμένος τα τελευταια χρόνια της ζωής του υπέρ των αγώνων της Αριστεράς, αντιλαμβάνεται τη θεαματική αλλαγή των δεδομένων, σκιαγραφεί δημόσια τη νέα κατάσταση και αναγνωρίζει ότι ο γεμάτος ανισότητες και αδικίες κόσμος μας δεν μπορεί να αλλάξει, παρά μέσα από τα κοινωνικά κινήματα που γεννώνται, από την παγκοσμιοποίηση των ''κάτω'' : '' (…) Αυτό που έγινε σε εθνικό επίπεδο, σε άλλες εποχές, γίνεται σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ενοποίηση των αγορών -ιδιαίτερα των χρηματιστικών, αλλά και των πολιτιστικών αγορών- με την πτώση όλων των συνόρων, δασμολογικών και άλλων, καθώς και με την επιτάχυνση της επικοινωνίας, που ευνοείται από τις νέες τεχνικές μορφές επικοινωνίας, είναι αυτή που καθιστά δυνατή την οικουμενική κυριαρχία ορισμένων οικονομικών και χρηματιστικών δυνάμεων. Η οικουμενική αυταπάτη της ενοποίησης συγκαλύπτει την ιμπεριαλιστική επιβολή μιας κυριαρχίας, που είναι η κυριαρχία μιας μικρής διεθνούς χρηματιστών, η οποία κυριαρχείται τώρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιδεολογική δύναμη της παγκοσμιοποίησης συνδέεται με το γεγονός ότι η κυριαρχία κρύβεται κάτω από την ενοποίηση και ξεχνάμε ότι η ενοποίηση είναι, παράδοξα, η προϋπόθεση της κυριαρχίας. (…) Ένας άνθρωπος που είναι σήμερα είκοσι χρονών, αν δεν είναι διεθνιστής, θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Το να είναι κανείς διεθνιστής και αλληλέγγυος με όλα τα κριτικά κοινωνικά κινήματα είναι ζωτικά αναγκαίο αν θέλει να επιβιώσουν και να συμβάλει στο να επιβιώσουν πολύ σημαντικά πράγματα, όπως είναι η κουλτούρα, η λογοτεχνία, η επιστήμη κ.λ.π., ή ακόμη αν θέλει απλώς να επιβιώσει. Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κίνδυνο επειδή υπάρχουν τυφλές διεθνείς δυνάμεις, οι οποίες δεν θα μπορέσουν να ελεγχθούν παρά μόνο από διεθνείς δυνάμεις. (…) Αλλά, αν βγήκα από τον παραδοσιακό ρόλο του επιστήμονα για να πάρω θέση στο πολιτικό πεδίο, το έκανα επειδή βρίσκω ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και ότι εμείς οι ερευνητές κατανοούμε και προαισθανόμαστε πολλά πράγματα, που μπορεί να ξεφεύγουν από τους άλλους ανθρώπους. (…) Αυτό είναι που καθιστά αδύνατο να σωπαίνουμε. Επειδή οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα -στην πραγματικότητα υπερβολικά αργά- θα ανακαλύψουν τις συνέπειες των πολιτικών που ασκούνται σήμερα στο όνομα των οικονομικών επιταγών. Σ' αυτές τις συνθήκες, πώς να μην πει κανείς στους ανθρώπους: θα πληρώσετε πολύ ακριβά αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή, την καταστροφή του κράτους, για παράδειγμα.(…)'' 8
Μήπως παρόμοιες δηλώσεις δεν αποτελούν την πιο ειλικρινή ομολογία ότι τα δεδομένα τα οποία χαρακτηρίζουν τις σημερινές κοινωνίες είναι -μόλις 26 χρόνια μετά..!- τελείως διαφορετικά από αυτά στα οποία αναφέρεται η ''Διάκριση'' και γι' αυτό το λόγο η ανάλυση των κοινωνικών ταξινομήσεων που αυτή προτείνει, ελάχιστα έχει να εισφέρει στη σύγχρονη εναγώνια διερώτηση για τις κοινωνικές διεργασίες, αντιφάσεις, ανισότητες και προοπτικές ;

Χριστίνα Τσακιστράκη

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1 Pierre Bourdieu, La Distinction, critique sociale du jugement, Α' έκδοση: Les éditions de minuit, 1979, Ελληνική έκδοση: Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 1999, τέταρτη εκτύπωση Φεβρουάριος 2003. Μετάφραση: Κική Καψαμπέλη, Πρόλογος : Νίκος Παναγιωτόπουλος, σελ. 221

2 Ιbidem, σελ. 499.

3 Έτσι, το κίνημα π.χ. των Γάλλων ανέργων καταλήγει να του φαίνεται ''κοινωνικό θαύμα''! Contre-feux, p. 102-104.
Στην ίδια λογική, εξάλλου, προσγράφεται η επιλογή του Bourdieu, που αφορά ένα άλλο γνωστό έργο του την ''Ανδρική Κυριαρχία'', να θεωρήσει ως ενδεικτικό της γυναικείας θέσης παράδειγμα τη γυναίκα της Καβυλίας, παραγνωρίζοντας τα βήματα ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών που έχουν σημειωθεί στο δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες σε συγκεκριμένους τομείς, με αποτέλεσμα η σχετική επιχειρηματολογία του να φαντάζει στο σύγχρονο κόσμο εξαιρετικά αναχρονιστική και ανήμπορη να αντικρούσει τη συνεχιζόμενη έμφυλη ανισότητα στους υπόλοιπους τομείς.

4 Σημειωτέον ότι στη σχετική παραδοχή προβαίνουν με ευθύτητα ακόμη και ακραιφνείς οπαδοί της σοσιαλδημοκρατίας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του J. Habermas, ο οποίος στο πρόσφατο βιβλίο του ''Ο Μεταεθνικός αστερισμός'' (Fayard, 2000, Eλληνική έκδοση: Εκδόσεις Πόλις), σημειώνει: ''Αντιμέτωπες με τη διαρκή απειλή φυγής των κεφαλαίων, οι εθνικές κυβερνήσεις εισέρχονται σε μια τρελή κούρσα απορρύθμισης - περιορισμού του εργατικού κόστους, με αποτέλεσμα ανήκουστα κέρδη για τους προνομιούχους, πρωτοφανείς ανισότητες, αύξηση της ανεργίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Καθώς οι κοινωνικές προϋποθέσεις για ευρεία συμμετοχή των μαζών στην πολιτική καταστρέφονται, οι δημοκρατικές αποφάσεις, ακόμα κι αν είναι νομότυπες, χάνουν την αξιοπιστία τους.''

5 I. Ramonet, '' Sauver la planète'', Le Monde Diplomatique, août 2002.

6 Μαξ Χορκχάιμερ, Τέοντορ Αντόρνο, ''Η βιομηχανία της κουλτούρας : Ο Διαφωτισμός ως εξαπάτηση των μαζών'' στο συλλογικό ''Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα'', Εκδόσεις Ύψιλον, 1984.

7 Μ. Τζιαντζή στην Καθημερινή της Κυριακής 19/10/2003.

8 Αποσπάσματα συνέντευξης του Bourdieu στον Μπέρτραντ Τσουνγκ που δημοσιεύτηκε στη νοτιοκορεάτικη εφημερίδα ''Hangyoreh Shinmun'' στις 4/2/200, όπως αναδημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 25/2/2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια: