31.1.09

Παρηχήσεις: οι σειρήνες που σαρώνουν

[Παναγιώτα Πουρή]


Ίσως να είναι τραβηγμένο αλλά μου φαίνεται πως σε μια γλώσσα οι παρηχήσεις και η εσκεμμένη χρήση αυτών αντανακλούν την ενότητα του κόσμου.
Μια μυστηριώδης δύναμη φαίνεται να συνδέει την σαύρα με την αύρα, μια δύναμη που αποδεικνύεται στην λειτουργία των παρηχήσεων ως αιτία γέλιου. Είναι γνωστή σε όλους αυτή η σειρά ανεκδότων που βασίζονται στο λεκτικό σύμπλεγμα δύο λέξεων που μοιάζουν, συνδέοντας δύο άσχετες έννοιες και παράγουν εν τέλει μια νέα αστεία λέξη ή νοηματοδοτούν με νέο και γελοίο τρόπο μια ήδη υπάρχουσα (τι είναι κίτρινο και κρατάει τσαντάκι, πεπόρνη, τι είναι κόκκινο με μαύρες βούλες και βρωμάει, η μασχαλίτσα).
Το αίνιγμα των διττών λέξεων, υπαινίσσεται ότι όπως ο άνθρωπος έχει το ίδιο γονιδίωμα με κάθε ζώντα οργανισμό, έτσι στην γλώσσα οι λέξεις μας κοροϊδεύουν καθώς μασκαρεύονται η μία μέσα στην άλλη, φτιαγμένες από το ίδιο υλικό.
Αυτό μας ταξιδεύει στην χώρα του ποτέ ποτέ, ήτοι στην χώρα που όχι μόνοι οι λέξεις ως φθόγγοι αλλά οι έννοιες αυτών είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό. Στον κατακερματισμένο κόσμο, η ψευδαίσθηση αυτή – γιατί δεν είμαστε σίγουροι για την αλήθειά της – είναι πολύτιμη.
Αναπτύσσοντας, σύμφωνα με την ατομοκεντρική εποχή μας τις πολυποίκιλες εκφάνσεις της προσωπικότητάς μας, χάνουμε αργά κι ανεπαίσθητα (όπως βουλιάζει πούπουλο σε κινούμενη άμμο) τον εαυτό μας. Απομένει μια κατακερματισμένη προσωπικότητα που εκφράζεται καθημερινά από όλους μας ως εξής: «κομμάτια είμαι πάλι».
Είναι στιγμές που παρατηρώντας τον κόσμο στους Αθηναϊκούς δρόμους ζηλεύω την ακεραιότητα του βλέμματος των μεταναστών που δεν πρόλαβαν να έχουν πάνω από μία – αλλά μόνο μία – τρεμάμενη αγωνία που τους δίνεις θάρρος, θράσος ενίοτε και κουράγιο να ορθώνουν την ματιά τους σταθερή με μια επιθυμία έντονη σαφή και χωρίς την σύγχυση που βιώνουμε «οι πολυπράγμονες». Έτσι επειδή είμαστε συχνά σε μια κατάσταση μεταξύ του «κομμάτια» και του «χάνομαι γιατί ρεμβάζω», οι παρηχήσεις μας επιτρέπουν να βαυκαλιζόμαστε στην ακεραιότητα μιας γλώσσας που έχει ακόμα συνεκτικά στοιχεία, που έχει χάσει την μελωδικότητά της, και την ψάχνουμε ως ρακοσυλλέκτες του ακέραιου. Από την τρυφηλότητα απουσιάζει ένα ειλικρινές χαμόγελο: το πικρό.
Χωρίς τοίχο, δεν υπάρχει και στίχος. Οι άναρθρες κραυγές του τρελού ή του ανάπηρου που περνάει δίπλα μας, πληγώνουν την διάνοια όσο και η σιωπή των μετροεπιβατών. Ο καταιγισμός των εικόνων και των λόγων γύρω μας κομματιάζει το σύμπαν για να το ερμηνεύσει λογικά κι όμως τελικά αποτυγχάνει να συνεισφέρει στην ακεραιότητα. Η σκέψη μας είναι συχνά αποδομημένη και «χαμένη στη μετάφραση». Οι κρυφές κι εκλεκτικές συγγένειες των λέξεων δίνουν το χρησμό που θα δικαιώσει το παράδοξο ως κομμάτι της λογικής μας.
Η έρευνα στις γλωσσικές πηγές, όπου ανιχνεύουμε λέξεις άγνωστες από προηγούμενους κόσμους, αγγίζει την μορφή μας από μακριά, νανουρίζει τα παραμύθια που δεν ακούσαμε και επινοούμε ως επιστήμονες. «Νέοι ερευνητές», που δεν άκουσαν παραμύθια της γιαγιάς, και σκαλίζουν τις πηγές (πληγές) να καλύψουν τα κενά τους. Κι αυτή είναι η άλλη λειτουργία της παρήχησης: Η έρπουσα ομοιότητα των αγνώστων λέξεων με γνωστές δίνει εναύσματα στην ταλαιπωρημένη από τον δυτικό ρυθμό ζωής φαντασία. (Ταλαιπωρημένη γιατί θαρρώ πως η φαντασία ευδοκιμεί σε κλίμα βραδύτητας).

Η γλυκιά θαλπωρή των παρηχήσεων που μας παρουσιάζουν ενωμένα ξανά τα κομμάτια του κόσμου ή το ανούσιο τραγούδι των σειρήνων που σαρώνουν τους βυθούς μας παίζοντας με φθόγγους άνευ νοήματος; Μπορεί και των σειρήνων ενός ασθενοφόρου που κάποιος μέσα τρέμει αν θα ζήσει μια μέρα ακόμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: