[Αγάπη Χουζουράκη]
Με τον Κώστα Δουζίνα γνωριστήκαμε προσωπικά σε μία συνεδρία των Σεμιναρίων Ανθρωπολογίας Δικαίου, ένας ετήσιος κύκλος σεμιναρίων που οργανώθηκε στην Αθήνα το ακαδ. έτος 2005-6, από την Α.Σ.Μ.ΙΔ.Α. και τον καθηγητή Ανδρέα Χέλμη και ήταν ανοιχτός στο κοινό. Η συνάντηση έγινε με αφορμή τη μετάφραση του τελευταίου βιβλίου του κου καθηγητή στα ελληνικά, όπου είχαμε την ευκαιρία σε μια τράπεζα με κόκκινο κρασί και καλή διάθεση να συζητήσουμε πολλά και διάφορα της φιλοσοφίας δικαίου, σε μια συνεδρία, που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πότε το ρολόι έδειξε περασμένα μεσάνυχτα.
«όταν διαβάζω βιβλία νομικής, μου έρχεται στο στόμα μια γεύση από πριονίδι»
Franz Kafka
[από την εισαγωγή του βιβλίου]
Μάλλον είναι αναμενόμενο να ξεκινά κανείς ένα βιβλίο από τα βασικά: ποιος είναι ο νόμος του Νόμου, τα θεμέλια του δέοντος ή αυτή η “ηθική ουσία” του, όπως θα έλεγε ο Hegel. Ο συγγραφέας επιλέγει σαν πρώτη βάση ανάγνωσης ένα έργο εξίσου βασικό: την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Πόνημα βαθιά φιλοσοφικό που λόγω της ιδιαίτερης θεματικής του, φωτίζει πτυχώσεις των μυθικών θεμελίων της Δικαιοσύνης· προκειμένου να φανερωθούν ευκρινέστερα οι πτυχώσεις αυτές, προτείνονται τρεις διαφορετικές αναγνώσεις του έργου: η νομική, η διαλεκτική-θεωρητική και η οντολογική. Και ενώ τις παρακολουθούμε να ξετυλίγονται, ο μύθος μας οδηγεί σε μια όχι και τόσο αυτονόητη για το νομικό νου παρέκβαση, με τίτλο μια “ψυχαναλυτική εξόρμηση”, όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, όπου αντιπαραβάλλεται η μυθολογική-ψυχαναλυτική διάσταση της αιμομιξίας κατά τον Lacan από τη μία και ο νόμος της επιθυμίας απ’την άλλη. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε την αναμέτρηση της ηθικής της ψυχανάλυσης με την οντολογική ηθική του Heiddeger, αναμέτρηση που ανοίγει πεδία ερμηνείας του νόμου της επιθυμίας σε συνάρτηση με τον Άλλο, αλλά και ερμηνείας συγκεκριμένα της στάσης της Αντιγόνης, της αγλαής κόρης ή/και ενός ανθρώπου που βιαιοπραγεί ακολουθώντας την επιθυμία του, ενάντια στο κράτος. Προς το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, οι σκέψεις επικεντρώνονται γύρω από τον Άλλο, και πιο συγκεκριμένα, μάλλον, τις απαιτήσεις που προβάλει, ως μέτρο αλλά και παράμετρο [τυχαιότητας] ή/και [πεπρωμένου] σε αντίστιξη με την εφαρμογή της Δικαιοσύνης.
«Απόδοση Δικαιοσύνης και Αφήγηση»: υπάρχει άραγε κάποια σχέση μεταξύ τους; μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία αυτής της σχέσης ανάμεσα στον αυστηρό νομικό λόγο και τα ευγενή λογοτεχνικά κείμενα, μας φέρνει σε μια πρώτη επαφή με των κύκλο ενδιαφερόντων της σχολής “Δίκαιο και Λογοτεχνία”, μια τάση στους κόλπους της δικαϊκής επιστήμης που τα τελευταία χρόνια κερδίζει όλο και περισσότερη δημοτικότητα στο νομικό κόσμο. Το “διαζύγιο” ανάμεσα στη λογοτεχνία και τους νομικούς κανόνες, ήταν ιστορικά ένας χωρισμός που αποφασίστηκε μέσα σε μια αγωνία φιλοσοφική για τις αισθητικές παραμέτρους. Και ξεκινάμε από τον Πλάτωνα. Στο έργο του τελευταίου αναζητεί ο συγγραφέας τις κοινές συνισταμένες και τις ριζικές διαφορές των δύο ειδών κειμένων και των λειτουργιών τους και προς τούτο, σαν βάση ανάγνωσης χρησιμοποιεί ένα αφηγηματικό-πεζό κείμενο του Herman Melville με τίτλο “Bartleby The Scrivener”(ο ήρωας είναι υπάλληλος σ’ένα δικηγορικό γραφείο στη Νέα Υόρκη), το οποίο αναλύει με εργαλεία που παρέχει η σχολή.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναφέρεται στις απόψεις του ρεύματος των κριτικών νομικών σπουδών (Critical law Studies), ένα ρεύμα με συνεχώς αυξανόμενη δημοτικότητα και κάποια κοινά εργαλεία με τη σχολή «Δίκαιο και Λογοτεχνία», στις απόψεις των πραγματιστών[όπως ο Rotry και ο Fish] και των αποδομιστών[π.χ. Derrida και De Man] σχετικά με τις λογοτεχνικές θεωρίες περί δικαίου, ενώ παρακάτω, μας απασχολεί η ταυτότητα του ιδιαίτερου περιεχομένου της νομιμοποιητικής λογοτεχνίας, το πώς μπορεί μ’άλλα λόγια η λογοτεχνία να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τί σημαίνει έννομη ύπαρξη και τί σχέση μπορεί να έχει η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου με την ερμηνεία μιας κείμενης διάταξης. Η λογοτεχνική ανάγνωση του νόμου έχει νόημα για το δικαστή ή το δικηγόρο; Πέρα, όμως, απ’όλα αυτά, πέρα από την αυθεντία στην οποία ανάγει τελικά όλες τις εξουσιαστικές σχέσεις η σχολή «δίκαιο και λογοτεχνία»,υπάρχει, όπως μας θυμίζει και ο Webber, μια διάσταση στην ερμηνεία του νόμου που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε: η βία, μια όψη της εξουσίας της ερμηνείας του νόμου που ενυπάρχει στην ίδια τη θεμελίωση και τη λειτουργία του.
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου δεν απομακρύνεται από τις ανησυχίες της παραπάνω Σχολής. Αυτή τη φορά, η βάση ανάγνωσης γίνεται σονέτο, και μάλιστα ενός άλλου κλασσικού, του Shakespeare. Ο τελευταίος, δεν επιλέγεται τυχαία, αφού σύμφωνα με τον Sinfeld, «είναι διαβόητος για τον τρόπο του να προκαταλαμβάνει κάθε δυνατότητα ερμηνείας». Το Σονέτο 87 αναφέρεται στη λήξη ή λύση ενός “ερωτικού συμβολαίου”. Η ανάλυση που επιλέγει ο συγγραφέας είναι τριπλή: από την επιστημονική βάση του δικαίου, αντιτείνει τόσο στην ερμηνευτική όσο και στην κριτική ερμηνεία μία νομική ανάλυση των στρατηγικών του ποιήματος, με αναφορές τόσο στο έργο του Habermas, όσο και του Gadamer σχετικά με το νόημα και την ιδιαίτερη φύση του. Τελικά, η λογοτεχνική ερμηνεία, υποστηρίζεται εδώ μπορεί να μας βοηθήσει να διερευνήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην ηθική, το δίκαιο και την πολιτική. Αν ζούσαμε, πάντως, σ’ένα πολιτισμό αισθήσεων, εκείνος που θα κυριαρχούσε και θα όριζε τα μερίδια των λοιπών αισθήσεων, θα ήταν μάλλον ο Οπτικός Πολιτισμός. Η χρήση της αντανακλαστικής γλώσσας ή της γλώσσας της όρασης δεν είναι διαφορετική από τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι νομικοί, απλώς, κατά τον συγγραφέα, εγκαινιάζει την ποιητική υποκειμενικότητα. Και οι μεν και οι δε χρησιμοποιούν οπτικά μοτίβα, μόνο που τα θέματα στα οποία αναφέρονται είναι από διαφορετικά ως αντιτιθέμενα (π.χ. αντίθεση έρωτα και δικαίου).
“Nόμος και εικόνες” είναι ο τίτλος του επόμενου κεφαλαίου, όπου παρουσιάζεται η βασική συνδεσμολογία εννοιών και σχέσεων που κατατείνουν στην βαθύτερη κατανόηση του αντιθετικού ζεύγους τέχνη και δίκαιο, αντιθετικού στα πλαίσια που διαγράφει ο δυτικός πολιτισμός, ένας πολιτισμός κατά βάση, οπτικοκεντρικός. Εδώ ασχολούμαστε με την αισθητηριακή φύση και επίδραση της Εικόνας στον Εαυτό και τον τρόπο με τον οποίο προσδένουν τον κοινωνό στη λογική των Θεσμών. Οι τελευταίοι, ιστορικά φαίνεται να τρέφουν για την Εικόνα ένα φόβο, όμοιο με εκείνων που τρέφει η θρησκεία για τα είδωλα. Ας μην ξεχνάμε ,έπειτα, ότι το δίκαιο οργανώνει και διανέμει την ίδια του την εικόνα μέσα από αφηρημένες ή συγκεκριμένες αναπαραστάσεις αυθεντίας, κυριαρχίας, παράδοσης και πίστης. Έτσι διατηρεί πάντα απέναντι στην εικόνα μια εικαστική πολιτική, μια “εικονο-νομία”, όπως την ονοματίζει ο συγγραφέας. Η ισχύς, άλλωστε, του δικαίου, εξαρτάται, εν μέρει, από την εγγραφή ενός καθεστώτος Εικόνων στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου.
Σ’αυτή την συνάντηση κορυφής με εικονοποιία και επιθυμία στις κεφαλές της τραπέζης, ποιος ο ρόλος του δικαίου; Στο πέμπτο κατά σειρά κεφάλαιο του βιβλίου, με υπότιτλο “προλεγόμενα για μια νομική εικονολογία”, ο Δουζίνας επιχειρεί μια διερεύνηση του ρόλου του δικαίου, ξεκινώντας από μια αναδρομή στη θεολογία της εικόνας, ενώ, φυσικά δεν αργεί να αναφερθεί στη σχέση εικόνας και πολιτικής εξουσίας ή speculum mundi. Το θείο είναι αθέατο, η (μη-) όραση και η (μη-)γνώση στη σημειολογία των αγαλμάτων, των λατρευτικών εικόνων και του μυστικισμού της εξουσίας. Έτσι, έχουμε ήδη φτάσει στα παρασκήνια του πολέμου κατά των εικόνων, ενώ τα θέματα που αναπτύσσονται παρακάτω, έχουν έντονη σχέση με την ψυχανάλυση.
Εικόνες του Εγώ, εικόνες του Άλλου. Ο καθρέπτης του Εγώ που κατασκευάζεται κατ’εικόνα της Εικόνας, είναι κατά τον Lacan, φαντασιακά. Αυτό σημαίνει ότι το Εγώ και η ενότητά του είναι οπτικά και ψευδαισθησιακά, το φαντασιακό αποτέλεσμα της προβολής της σωματικής πληρότητας και ολότητας του ασυντόνιστου σώματος σε έναν αξιαγάπητο ορατό Άλλο. Πηγαίνοντας από το μέρος στο όλον, βλέπουμε πώς η εξουσία της σκηνοθεσίας της αναπαράστασης συσχετίζει την πολιτική και την αισθητική, παρέχοντας στη συμβολική τάξη τα εκ συμβάσεως απόντα- πάντως αόρατα- θεμέλιά της.
Στα επόμενα δύο κεφάλαια, βάση αναφοράς δεν είναι πια κάποιο λογοτεχνικό πόνημα, αλλά καρποί δικανικής σκέψης: δύο αποφάσεις δικαστηρίων θα είναι η αφορμή των παραπέρα προβληματισμών. Δύο αποφάσεις που απέχουν χρονικά περισσότερο από έναν αιώνα και αντιμετωπίζουν εντυπωσιακά συγγενώς τα αναφυόμενα αισθητικά, δηλαδή φιλοσοφικά, θέματα. «Whistler κατά Ruskin» είναι η πρώτη διαφορά που συναντούμε και λαμβάνει χώρα στην Αγγλία το 1877. Ο πρώτος ζωγράφος στο επάγγελμα, ο δεύτερος κριτικός τέχνης και μετά από δημοσιεύσεις αλλήλων, βρέθηκαν ενώπιον των Βρετανών δικαστών, προκειμένου το κανονιστικό ν’αποφασίσει για το αισθητικό, το δίκαιο ν’αποφασίσει για την αλήθεια στην τέχνη, ως διαιτητής καλλιτεχνικής αξίας. Με αφορμή την απόφαση αυτή ,ο συγγραφέας ασχολείται με το “ωραίο” του Kant ,του Byrke και του Kelsen και προχωρεί σε μια προσέγγιση του φόβου του δικαίου για τις εικόνες, την αστυνόμευση της τέχνης και την αναγκαία εμπλοκή του δικαίου στην πολιτική της εικαστικότητας, ενώ δε διστάζει να συσχετίσει το φόβο για τις εικόνες με το μισογυνισμό.
Η αισθητική του νόμου και της αποτύπωσής του, μπορεί να είναι μέτρο της επιτυχίας της εφαρμογής του. Ο πόλεμος, όμως, των εικόνων συνεπάγεται, απ’την άλλη, και τρία ανθρωπολογικά καθήκοντα, κατά τον συγγραφέα: το πρώτο αφορά στην εσωτερίκευση του Άλλου και στο ημέρωμα του θανάτου[ίδρυση υποκειμένου], το δεύτερο στην αναπαράσταση του αληθούς ή του φυσικού και το τρίτο ,το πιο δυναμικό, αφορά στο τί γίνεται αποδεκτό ως καλό ή ωραίο, εντός του κυρίαρχου καθεστώτος αναπαράστασης. Υπάρχουν, ακόμη, κανόνες για το πώς κατανοούμε μία εικόνα, πώς να αντιλαμβανόμαστε τη σύνδεση σημείου με το σημαίνον του. Παρ’όλη τη διαμάχη πάντως, τα θεατρικά συμπαρομαρτούντα του νομικού συστήματος και οι εικόνες της δικαιοσύνης που στολίζουν τα δημόσια κτήρια μαρτυρούν ότι τελικά η στάση του δικαίου απέναντι στις εικόνες είναι μάλλον διφορούμενη.
Το “είδωλο του βωμού”, όπως ονομάζεται το προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, είναι κατά τον συγγραφέα η πιο παγανιστική διαστροφή της χριστιανικής πίστης και εμφανίζεται ξανά σε μια δικαστική απόφαση «Εκκλησίας κατά Henry Moore» που απασχόλησε τα δικαστήρια του Λονδίνου, μόλις το 1987, αναπαράγοντας τα επιχειρήματα τις εικονοκλαστικής αντιμαχίας. Σ’αυτή την υπόθεση, ο νόμος κλήθηκε να κρίνει τόσο τη θεολογική ορθότητα, όσο και την αισθητική αξία ενός έργου τέχνης. Αναπόφευκτα στη συνέχεια του κεφαλαίου, βάση προβληματισμού αποτελεί η συνάφεια της αισθητικής κρίσης με τη νομική, ιδωμένη μέσα από τα πλέγματα της ερμηνείας, της αυθεντίας και της ιστορίας του διαχωρισμού τέχνης και δικαίου. Τί ρόλο επιτελεί ο δικαστής στην παράσταση της επιθυμίας του νόμου τη στιγμή της εφαρμογής του, ποια η αλληλεπίδραση της καζουιστικής των αισθήσεων με την δικαστική αυθεντία και πώς τελικά φτάνουμε σε μια ανθρωπολογία της κρίσης;
Το όγδοο κεφάλαιο του έργου καταπιάνεται με ένα από τα πιο γοητευτικά ζητήματα της νομικής επιστήμης, με το «πνεύμα των Νόμων» . Ο Sir Joshua Reynolds, Άγγλος του18ου αιώνα, ασχολείται θεωρητικά με το “άρτιο κάλλος”, με την επίλυση ζητημάτων καλλιτεχνικής ερμηνείας. Γράφει τις Διαλέξεις, προκειμένου να εμφυσήσει στους ευγενείς της εποχής του το σεβασμό σε θεσμούς του κατεστημένου, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται βέβαια και η τέχνη. Το ενδιαφέρον σχετικά με το περιεχόμενο των Διαλέξεών του εντοπίζεται στο ότι προκειμένου να περιγράψει τη θεωρία του περί του [ιδανικού] μεγαλοφυούς ζωγράφου και περί αισθητικής, χρησιμοποιεί το μοντέλο του δικαίου, και πιο συγκεκριμένα του κοινού δικαίου, φλερτάροντας συγχρόνως με το φυσικό δίκαιο, που τον 18ο αιώνα δεν ήταν απλώς λήμμα σε νομικά λεξικά, αλλά είχε μια πρόσφατη συζήτηση γύρω απ’τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του. Ο Δουζίνας επιλέγει και σχολιάζει σημεία της θεωρίας του S.J.Reynolds, χωρίς να αφίσταται της κριτικής του ματιάς-παρακολουθεί τα επιχειρήματα του και εντοπίζει πώς ο ίδιος ο Reynolds τα αντιστρέφει, άλλοτε σκόπιμα και άλλοτε από απροσεξία.
Στη συνέχεια, μέσα από τις ανησυχίες που εκτίθενται σχετικά με την ίδια την έννοια του κειμένου αναδεικνύεται το πώς η μεταμοντέρνα φιλοσοφία του δικαίου επιχειρεί ν’απορρυθμίσει την αυθεντία των νομικών κειμένων, να δείξει ότι υπάρχουν άλλοι τρόποι, πιο απελευθερωτικοί και δημιουργικοί, χωρίς ν’αποκλείουν την ετερότητα. Όπως, γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε,η δικαιοσύνη κακοδικεί, όταν αγνοεί την ετερότητα και αρνείται τον Άλλο.
Ο Κώστας Δουζίνας είναι διδάκτωρ του Νομικού Τμήματος του London School of Economics, κοσμήτορας και τακτικός καθηγητής στο Birkbeck College του Λονδίνου στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Τεχνών. Σημαντικότερα έργα του: Postmodern Jurisprudence, Justice Miscarried, The Legality of the Contingent, Law and the Image, Ο Λόγος του Νόμου, Το Τέλος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου