31.1.09

Η δίκη ως performance.

[Άννα - Μαρία Πισκοπάνη]

Στην πρώτη ομιλούσα ταινία του Fritz Lang,”Μ-Μια πόλη αναζητά έναν δολοφόνο” (1931)[1], ένας δολοφόνος μικρών κοριτσιών τρομοκρατεί μια γερμανική πόλη στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι έρευνες αποβαίνουν άκαρπες και η αστυνομία σε μια απελπισμένη προσπάθεια να εντοπίσει το δολοφόνο αρχίζει εφόδους σε στέκια κακοποιών. Οι συχνές αστυνομικές έρευνες έχουν θορυβήσει όλους τους κακοποιούς της πόλης, καθώς εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεών τους. Για να βρεθεί μια λύση συναντιούνται οι πρόεδροι των συνδικάτων τους και αποφασίζουν να συνεργαστούν και να κυνηγήσουν το δολοφόνο. Όταν καταφέρνουν να τον πιάσουν, συστήνουν ένα δικαστήριο για να τον δικάσουν. Θεωρώντας τους εαυτούς τους ειδήμονες του δικαστικού συστήματος, ακολουθούν όλους τους τύπους διαδικασίας. Επιλέγουν δημόσιο κατήγορο και συνήγορο υπεράσπισης. Καλούν μάρτυρες κατηγορίας και ακούν την ομολογία του δράστη. Στην αριστουργηματική αυτή ταινία οι ίδιοι οι κακοποιοί επιλέγουν ως καλύτερο τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης όχι τη στυγνή εκτέλεση του δολοφόνου αλλά τη δίκη. Ανάλογες σεναριακές επιλογές υπάρχουν και σε άλλες ταινίες. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι «η Εκδίκηση μιας κυρίας» [2] (2005), το τρίτο μέρος της «Τριλογίας της εκδίκησης», του Chan-Wook Park, στην οποία η πρωταγωνίστρια πριν ολοκληρώσει τη βίαιη εκδίκησή της, στήνει ένα λαϊκό δικαστήριο για το θύτη-θύμα της. 
Στα παραπάνω δύο παραδείγματα φαίνεται να αμφισβητείται το θεσμοθετημένο δικαστήριο και επιλέγεται η αυτοδικία. Ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζεται η αξία της δίκης ως θεσμός. Από πού αντλεί η δίκη την τόσο μεγάλη κοινωνική αξία και αποδοχή της που ακόμα και οι εγκληματίες δεν μπορούν να δεχτούν την απονομή της δικαιοσύνης χωρίς αυτήν; Τι συμβολίζουν τα μέρη της; Πώς σχετίζεται η δίκη με άλλες σημαντικές κοινωνικές πρακτικές, όπως η θρησκευτική τελετή ή η θεατρική πράξη; Τι διατηρεί από τον τελετουργικό χαρακτήρα της μια δίκη στα ελληνικά δικαστήρια; Θα μπορούσε να αντικατασταθεί η δίκη, όπως την γνωρίζουμε, με άλλη διαδικασία; Τα παραπάνω είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν σε αυτή τη μελέτη.
Η μελέτη χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, θα μας απασχολήσει η πανάρχαια λειτουργία της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό θα ερευνήσουμε ποια είναι η σχέση της με δυο άλλα πολιτιστικά δρώμενα, τη θρησκευτική τελετή και τη θεατρική πράξη. Στη δεύτερη ενότητα θα ερευνήσουμε κατά πόσο υπάρχουν τελετουργικά στοιχεία στις δίκες που διεξάγονται στις μέρες μας στα αθηναϊκά δικαστήρια. Στην τρίτη ενότητα, τέλος, θα εξετάσουμε σε ποιο βαθμό το τυπικό έχει απαξιωθεί, τα αίτια του φαινομένου, και θα αναρωτηθούμε το αν τελικά συμβάλλει η διεξαγωγή δημόσιων δικών στην απονομή της δικαιοσύνης.

Μέρος Πρώτο : Η δίκη ως πολιτιστικό σύστημα.

Σύμφωνα με τον Clifford Geertz, ο άνθρωπος μπορεί να προσαρμοστεί στα πάντα αλλά αδυνατεί να αντιμετωπίσει το Χάος. Η σκέψη ενός παράλογου κόσμου που ο ίδιος δεν μπορεί να προβλέψει και να ελέγξει, τον τρομοκρατεί. Ο κύριος μηχανισμός που έχει εφεύρει ο άνθρωπος για να ελέγξει τη φύση, να κατανοήσει τον εαυτό του και τους άλλους και να αποτρέψει το κακό είναι τα συστήματα συμβόλων. Τα συστήματα συμβόλων παρέχουν στον άνθρωπο ένα γενικό προσανατολισμό για το πώς να ζει. Αποτελούν ηθικά κριτήρια και κανονιστικούς όρους που ρυθμίζουν τη δράση του. Θεωρούνται ως πηγή της γνήσιας γνώσης[3]. Για να αποκρυσταλλωθεί αυτή η γνώση στην κοινωνία, γίνονται δ η μ ό σ ι ε ς τ ε λ ε τ έ ς.
Μια τέτοια τελετή κατά την προϊστορία της ανθρωπότητας είναι το ιερό δρώμενο. Σε αυτό συμμετείχε όλη η φυλή. Κύριο ρόλο είχαν οι ιερουργοί, οι οποίοι φορούσαν μάσκες και μιμούνταν τις κινήσεις των ζώων ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο τυπικό. Η υπόλοιπη φυλή παρακολουθούσε το δρώμενο. Κεντρική θέση ανάμεσα στους θεατές είχαν οι γέροντες της φυλής οι οποίοι παρακολουθούσαν οπλισμένοι το δρώμενα, κι αν διαπίστωναν ότι κάποιος ιερουργός έκανε κάποιο λάθος, τον τόξευαν[4].
Στο ιερό δρώμενο συνυπήρχαν αρμονικά τρεις τελετές : α) μια θρησκευτική τελετή, καθώς με τη τέλεση του δρώμενου, η φυλή θεωρούσε ότι προστατευόταν από κινδύνους, β) μια θεατρική πράξη, καθώς με τις μιμητικές ενέργειες οι ιερουργοί έδιναν μορφή σε συναισθήματα και ιστορίες έχοντας τη βαθιά πεποίθηση ότι με τις ενέργειες τους αυτές θα έφερναν ευτυχία στην ολότητα και γ) μια δίκη καθώς οι γέροντες έκριναν τον τρόπο που οι ιερουργοί θα έπρεπε να τελούν τα δρώμενα και είχαν εξουσία να τους επιβάλλουν σκληρή τιμωρία σε περίπτωση που έκριναν ότι παραστράτησαν στην εκτέλεση του ιερού χορού και άρα παρενέβησαν τους κοινωνικούς κανόνες[5].
Η δίκη σε αυτή τη μορφή αποτελούσε μέρος αυτού του σύνθετου πολιτιστικού δρώμενου. Ήταν στενά συνδεδεμένη με τη θρησκευτική τελετή και τη θεατρική πράξη. Κατά την πρώτη φάση της ιστορίας τους και οι τρεις τελετές αποτελούσαν κυρίως μαγικο-θρησκευτικές διαδικασίες[6]. Η δίκη θεωρείται ότι κατάγεται από την ορδαλία. Η ορδαλία ήταν μια δοκιμασία που έπρεπε να περάσει ο κατηγορούμενος για ένα έγκλημα. Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, ο κατηγορούμενος έπρεπε να καταπιεί μια μαγική ουσία, που σύμφωνα με μια ερμηνεία ήταν λίγη σάρκα ή αίμα του νεκρού θύματος. Αν πέθαινε ή αρρώσταινε μετά την κατάποση, σήμαινε ότι ήταν ένοχος. Γινόταν με αυτό τον τρόπο μια αναπαράσταση του εγκλήματος: ο ύποπτος ξαναβρισκόταν με το θύμα και εκείνο υπεδείκνυε τον ένοχο[7].
Καταγωγή του θεάτρου θεωρείται επίσης μια μαγικοθρησκευτική τελετή, ένα σύνθετο τελετουργικό δρώμενο που περιείχε χορό, μουσική και λόγο που αποτελούσε μέρος της λατρείας ενός θεού. Σκοπός του μουσικοχορευτικού δρώμενου ήταν να συμβάλει θετικά στη διαδικασία της γονιμότητας, αναπαραγωγής και ανανέωσης της φύσης[8]. Δεν είναι τυχαίο ότι το αρχαίο ελληνικό θέατρο συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου και συγκεκριμένα το διθύραμβο, το λατρευτικό ύμνο προς τιμή του.
Σταδιακά η μαγικό- θρησκευτική μορφή των τελετών δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες του ανθρώπου που αποκτούσε εμπιστοσύνη στη δική του ικανότητα να εξηγεί και να αντιμετωπίζει τόσο τα φυσικά φαινόμενα όσο και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Στην προκλασική Αθήνα του 6ου αιώνα π.Χ. γίνεται μια σημαντική μεταβολή στις τελετές. Ο Θέσπης αποκρίνεται στο χορό, γίνεται ο πρώτος ηθοποιός και βάζει τα θεμέλια του σύγχρονου θεάτρου και ο Σόλων νομοθετεί με σκοπό τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου και ιδρύει ένα σημαντικότατο δικαστήριο, την Ηλιαία. Καινοτομούν και οι δυο, ο καθένας στο τομέα του δίνοντας ένα νέο αναβαθμισμένο ρόλο στο λόγο , που από αιώνες είχε ενταχθεί στην τελετή. Ο λόγος πλέον λειτουργεί καταλυτικά και για τις δύο πράξεις. Το τελετουργικό στοιχείο δεν εξαφανίζεται αλλά αποκτά μια νέα σημασία. Η τελετή φέρει πλέον τη δύναμη και την αλήθεια στο λόγο όχι ως υπενθύμιση του υπερφυσικού αλλά ως σύμβολο της εκλογίκευσης του κοινωνικού συνόλου[9].
Η προσπάθεια να μειωθεί ο μεταφυσικός χαρακτήρας των τελετών και να αποκτήσουν κυρίως κοσμικό χαρακτήρα συνεχίζεται στους επόμενους αιώνες. Η θεατρική πράξη χάνει το θρησκευτικό της χαρακτήρα και συνιστά πλέον θέαμα που σκοπό έχει περισσότερο την αισθητική απόλαυση των θεατών και η δίκη γίνεται ένας σημαντικός πολιτειακός θεσμός. Η πορεία αυτή ανακόπτεται τον Μεσαίωνα, κατά τον οποίο ενισχύεται ο μεταφυσικός χαρακτήρας των τελετών. Κύριες θεατρικές πράξεις της εποχής είναι τα θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ά δ ρ ά μ α τ α[10]. Την ίδια εποχή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας λειτούργησε και ένα είδος πνευματικού δικαστηρίου, η γνωστή Ιερά Εξέταση. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης, όμως, τόσο η θεατρική πράξη όσο και η δίκη αποβάλλουν τον έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Στη συνέχεια το κίνημα του Διαφωτισμού ως καρπός της Αναγέννησης προέβαλε τον ορθό λόγο ως την ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει την ουσία των πραγμάτων χωρίς να εξαρτάται η ικανότητά του αυτή από το μεταφυσικό στοιχείο. Συνέπεια αυτού του κινήματος που προέβαλε το άτομο και την επιστήμη στον αντίποδα της συλλογικότητας και της πίστης στο μεταφυσικό ήταν να ενισχυθεί ο κοσμικός χαρακτήρας των τελετών.
Παραπάνω αναφέρθηκε συνοπτικά η ιστορία της μετάβασης από το θρησκευτικό χαρακτήρα των τελετών στο κοσμικό χαρακτήρα που πλέον στις μέρες μας είναι κυρίαρχος .Ένα εύλογο ερώτημα είναι γιατί έχει διατηρηθεί το τελετουργικό και συμβολικό στοιχείο των τελετών. Αυτό οφείλεται στη γενεσιουργό αιτία των τελετών. Οι τελετές αποτελούν έκφραση της προσπάθειας του ανθρώπου να βάλει σε τάξη το χάος. Και πιο συγκεκριμένα, η θρησκευτική τελετή έχει στόχο τη δημιουργία μιας ηθικής τάξης για να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος το μεταφυσικό χάος[11]. Η θεατρική πράξη στοχεύει να βάλει σε τάξη το χάος των ονειρικών εικόνων του ανθρώπινου μυαλού[12]. Η δίκη στοχεύει στο να βάλει σε τάξη το χάος των κοινωνικών σχέσεων[13]. Άρα κοινός στόχος των τελετών είναι να βοηθήσουν τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το χάος, δηλαδή, να κατανοήσει και να αποδεχτεί τον κόσμο και τον εαυτό του. Ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τα πράγματα μόνο με το πνεύμα του αλλά και με το θυμικό και το σώμα του. Ο κοσμικός χαρακτήρας των τελετών που εκφράζει το λόγο και τη λογική αφορά μέρος μόνο της ανθρώπινης φύσης, το πνεύμα. Το τελετουργικό στοιχείο εκφράζει το θυμικό και το σώμα. Χωρίς και αυτά τα στοιχεία ο άνθρωπος δεν μπορεί να πειστεί από καμιά πράξη που επιχειρεί να εκφράσει ή να καθορίσει τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Η συνειδητοποίηση της σημασίας της τελετής οδήγησε τόσο σε προσπάθειες ενίσχυσης του τελετουργικού στοιχείου όσο και μελέτης του στοιχείου αυτού. 
Η σημασία της τελετής για τον ανθρώπινο πολιτισμό εκφράζεται πληρέστερα από ένα σημαντικό θεατράνθρωπο του εικοστού αιώνα. Ο Αντονέν Αρτώ, ένας από τους θεμελιωτές του σύγχρονου θεάτρου, κηρύττει την ανάγκη δημιουργίας «ενός θεάτρου που θα στηρίζεται περισσότερο σε μια αίσθηση μιας γλώσσας τοποθετημένης κάπου ανάμεσα στη χειρονομία και τη σκέψη παρά στο κείμενο[14]». Ορισμένες ιδέες του Αρτώ χρησιμοποίησε και ο πολωνός σκηνοθέτης Γκροτόφσκι (1933-1999) ο οποίος κήρυττε το “φτωχό θέατρο” όπου ο ηθοποιός είναι αντιμέτωπος με το "είναι" του, την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, χωρίς σκηνικά, χωρίς μακιγιάζ, χωρίς ειδικά κοστούμια[15]. Το όραμα του για το θέατρο ήταν να γίνει μια συλλογική γιορτή που θα ξαναφέρει στο φως βαθιές ευαισθησίες και μύχιες δυνάμεις που ο τεχνικός πολιτισμός ακύρωσε. Εμπνευσμένος από τον Αρτώ και την επιστροφή του θεάτρου στο τελετουργικό στοιχείο, το 1968 ο Αμερικανός καλλιτέχνης και συγγραφέας Richard Kostelanetz[16] έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο "Το θέατρο των μεικτών μέσων"[17]. Στο κείμενο του πρότεινε ένα νέο θέατρο όπου η παράσταση θα δημιουργείται από τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών και όχι από το “ανέβασμα” του κειμένου ενός έργου. Αυτό το θέατρο θα ονομαστεί "θέατρο της p e r f o r m a n ce" ή "εναλλακτικό θέατρο". Γενικότερα το πειραματικό θέατρο του εικοστού αιώνα σχετίζεται κυρίως με το σώμα, το τελετουργικό[18] και μεταφυσικό στοιχείο και αντλεί θέματα από το παράλογο και το περιθώριο[19]. Στην Ελλάδα ένας από τους εκφραστές αυτού του κινήματος είναι Θ. Τερζόπουλος[20] ο οποίος στις παραστάσεις του δίνει έμφαση στο σώμα και στο τελετουργικό ύφος.
Ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι μελέτησαν το γεγονός της τελετουργίας. Τ ε λ ε τ ο υ ρ γ ί α θεωρήθηκε κάθε κοινωνική πρακτική εφόσον οργανώνει, καθορίζει και μεταφέρει κοινωνικά και πολιτισμικά νοήματα μέσα από τα οποία οριοθετείται η ταυτότητα μιας κοινωνίας. Μέσα απ’ αυτές τις πρακτικές, που αποτελούν αλληλουχίες δράσεων, οργανώνεται ο κοινωνικός χώρος και χρόνος[21]. Η δίκη, υπό αυτήν την έννοια πρόκειται για τελετουργία. Είναι μια κοινωνική πρακτική: την απαρτίζουν συγκεκριμένοι άνθρωποι (δικαστές, δικηγόροι), κινήσεις (κίνηση μάρτυρα προς το εδώλιο), αντικείμενα (δικόγραφα), ορισμένος χώρος (δικαστήριο) και χρόνος (η συνεδρίαση). Έχει συγκεκριμένη δομή η οποία επαναλαμβάνεται και μεταφέρει διάφορα κοινωνικά και πολιτιστικά μηνύματα. Ένα από τα κυριότερα που μεταφέρει είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης που διασαλεύτηκε με την ιδιωτική διαφορά ή την εγκληματική συμπεριφορά. Υπό την αυτή θεώρηση, τελετουργία συνιστά και η θεατρική πράξη, με δεδομένο τον συγκεκριμένο σκηνικό χώρο, τα κουστούμια, τα σκηνικά αντικείμενα, τον συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς των ηθοποιών και του κοινού[22]. Αναμφίβολα τελετουργία είναι και η θρησκευτική τελετή καθώς τελείται σε συγκεκριμένο χώρο (εκκλησία) και χρόνο (εκκλησίασμα) από ιερείς, που χρησιμοποιούν ιερά αντικείμενα, και παρακολουθείται από τους πιστούς.
Ένας σύγχρονος όρος που χρησιμοποιείται για αυτές τις κοινωνικές πρακτικές είναι p e r f o r m a n c e ή ε π ι τ έ λ ε σ η . Ένας από τους ορισμούς της έννοιας «επιτέλεση», «performance» θα μπορούσε να είναι: μια τελετουργική δράση η οποία ρυθμίζεται και διέπεται από το παιχνίδι[23]. Η θρησκευτική τελετή, η θεατρική πράξη και η δίκη, όπως είδαμε παραπάνω, είναι τελετές. Το ερώτημα είναι αν διέπονται από το παιχνίδι, αν δηλαδή αναπαριστούν πράξεις και αν διέπονται από κανόνες[24]. Η σχέση του θεάτρου με το παιχνίδι είναι στενή, η καταγωγή του σύγχρονου θεάτρου είναι η τραγωδία, η οποία κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη αποτελεί «μίμηση πράξεως»[25]. Οι θρησκευτικές τελετές αποτελούν κυρίως αναπαραστάσεις βίων αγίων ή περιστατικών της ζωής του Χριστού. Η δίκη αποτελεί μια μορφή αναπαράστασης ενός εγκλήματος ή της σύγκρουσης μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Η μόνη διαφορά είναι ότι στη δίκη ο λόγος έχει αντικαταστήσει τις πράξεις[26]. Οι μάρτυρες, ο κατηγορούμενος δεν μιμούνται τις πράξεις που είδαν ή έκαναν αλλά τις περιγράφουν. Με αυτό τον τρόπο γίνεται επανάληψη της σύγκρουσης ή του εγκλήματος με ενδιάμεσο το λόγο για να αποκτήσει σαφέστερη άποψη ο δικαστής. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι τρεις τελετές είναι αναπαραστάσεις και διέπονται από κανόνες άρα μπορούν να θεωρηθούν επιτελέσεις, performances[27].
Οι τρεις επιτελέσεις ομοιάζουν με «συγκοινωνούντα δοχεία». Μοιράζονται σύμβολα, σημεία και μηνύματα του πολιτισμού, στον οποίο ανήκουν και επηρεάζουν η μια την άλλη. Πιο συγκεκριμένα, η θρησκευτική τελετή διαμορφώνεται από την πολιτική εξουσία, τη νομική υποχρέωση, την αίσθηση του ωραίου[28]. Κατά συνέπεια επηρεάζεται από τον τρόπο που εφαρμόζεται και επιβάλλεται σε κάθε εποχή το θεσμοθετημένο δίκαιο. Επηρεάζεται ακόμα από τη σχέση που δημιουργείται σε κάθε κοινωνία μεταξύ θεατή και θεάματος. Ακόμα η θρησκευτική τελετουργία, παρόλο που το σύγχρονο θέατρο έχει χάσει την άλλοτε στενή του σχέση με τη θρησκεία, συχνά αποτελεί έμπνευση για να διαμορφώσει το θέατρο την πορεία του[29]. Η θεατρική πράξη αντλεί στοιχεία από τη θρησκευτική, όπως τη διαδικασία μετάβασης του ανθρώπου από την καθημερινότητα σε μια άλλη πνευματική κατάσταση.
Η σχέση του θεάτρου με το δικαιικό φαινόμενο διαφαίνεται τόσο στην αρχαία τραγωδία, η οποία αποτελεί μίμηση μιας δίκαιης πράξης,[30] όσο και στο σύγχρονο δράμα το οποίο ασχολείται με τον κοινωνικό προβληματισμό για το έγκλημα και συχνά αναφέρεται στη νομική σκέψη και τη δικαστηριακή πρακτική που αναπτύσσεται σε κάθε εποχή[31]. Τέλος και η δίκη διαμορφώνεται από τη θρησκεία γιατί η εξουσία του δικαστή συνδέεται με τη θεία εξουσία που τιμωρεί όποιον παραβεί τους ηθικούς κανόνες. Επίσης συνδέεται με το θέατρο γιατί και η δίκη λόγω της αρχής της δημοσιότητας αποτελεί και εκείνη ένα θέαμα. Για το δικαστικό φαινόμενο δεν είναι σημαντικά μόνο τα πρόσωπα της δίκης αλλά και οι θεατές, Για να εκπληρώσει η δίκη τον παιδευτικό χαρακτήρα της, πρέπει το κοινό να πειστεί ότι απονέμει δικαιοσύνη. 
Το μεγαλύτερο πολιτιστικό επίτευγμα των τελετών δεν είναι απλά η αναπαράσταση κοινωνικών φαινομένων με έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Στόχος τους είναι να αποτελέσουν εμπειρίες. Η θρησκευτική τελετή στοχεύει στο να φέρει τους πιστούς σε μια άλλη κατάσταση ύπαρξης, να έχουν ένα είδος εμπειρίας που είναι πέρα από τα πλαίσια του ατόμου και έτσι να δημιουργήσουν αλλά και ανανεώσουν την κοινωνική αλληλεγγύη, την κοινωνική συνείδηση, σε τελευταία ανάλυση την ίδια την κοινωνία[32]. Αυτή η μεταμόρφωση αναζητάται στο π ρ ω τ ο π ο ρ ι α κ ό θέατρο του ε ι κ ο σ τ ο ύ α ι ώ ν α . Ο Γκροτόφσκι πρέσβευε ότι το θέατρο ήταν το αυθεντικό βίωμα της ανθρώπινης πραγματικότητας. Σύμφωνα με μελετητές, ότι το αρχαίο ελληνικό θέατρο επιτύγχανε αυτό το σκοπό. Η παρακολούθηση του αρχαίου δράματος αποτελούσε για τον αρχαίο θεατή μια πολυεπίπεδη εμπειρία[33]. Υποστηρίζεται ακόμα ότι και η δίκη πρέπει να αποτελεί εμπειρία για όσους συμμετέχουν σε αυτή[34]. Ο δημόσιος χαρακτήρας της δίκης επιβάλλεται για να μπορεί το κοινωνικό σύνολο όχι μόνο να κρίνει τους δικαστές και τους κατηγορούμενους αλλά να συμμετάσχει σε μια κοινωνική διαδικασία, να αντιληφθεί τους κοινωνικούς κανόνες, να παραδειγματιστεί και να τιμωρήσει με ελεγχόμενη βιαιότητα τον παραβάτη. Απώτερος στόχος των τελετών είναι βοηθήσουν τον άνθρωπο με τη βοήθεια των συμβόλων όχι μόνο να κατανοήσει τον κόσμο αλλά να αποδεχτεί ότι η ανθρώπινη εμπειρία έχει ένα παράλογο στοιχείο[35].

هΜέρος Δεύτερο : Η σύγχρονη δικαστηριακή πρακτική.

Στην ενότητα αυτή θα ερευνήσουμε, αν το τελετουργικό στοιχείο έχει επιβιώσει στη σύγχρονη δικαστηριακή πρακτική, αν η σύγχρονη δίκη έχει κοινά σημεία με τη θρησκευτική τελετή και τη θεατρική πράξη και τέλος αν επιτυγχάνει το κύριο στόχο κάθε τελετής, να αποτελέσει δηλαδή μια εμπειρία. Για το σκοπό αυτό θα περιγράψουμε το χώρο και τον τρόπο που τελούνται οι δίκες σε δικαστήρια στην Αθήνα. Πολλά είναι “τα δικαστικά μέγαρα” ή οι “ναοί της δικαιοσύνης” που εδράζουν στην Αθήνα. Η επιλογή αυτών των χαρακτηρισμών για τα κτήρια δεν είναι τυχαία. Η αρχιτεκτονική, η αισθητική και γενικότερα η φιλοσοφία κατασκευής των αστικών δικαστηρίων πρέπει να παραπέμπει σε παλάτια ή ναούς[36] ώστε συμβολίζει είτε χώρους προορισμένους να πραγματώνεται μέσα σε αυτούς το ιδανικό της δικαιοσύνης είτε χώρους άσκησης της κρατικής εξουσίας. Το Ειρηνοδικείο στην Ομόνοια, το Πρωτοδικείο στην πρώην σχολή Ευελπίδων, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τα διοικητικά δικαστήρια στην Πανόρμου και το Συμβούλιο της Επικρατείας στην Πανεπιστημίου με δυσκολία μπορούν να χαρακτηριστούν ως ναοί ή ως μέγαρα. Ένας περαστικός έξω από αυτά όχι μόνο δεν αισθάνεται δέος αλλά συχνά αγνοεί ότι πρόκειται για τα δικαστήρια της πόλης.
Τα μεγάλα μαρμάρινα κτήρια του Εφετείου, του Αρείου Πάγου ενσωματώνονται με τον όγκο τους στο χώρο και περισσότερο θυμίζουν συγκροτήματα εταιριών παρά «θέμιδος μέλαθρα»[37]. Το Συμβούλιο της Επικρατείας που στεγάζεται στο παλαιό Αρσάκειο είναι ένα δημόσιο αστικό κτήριο με επίσημο χαρακτήρα που εντάσσεται στην αισθητική των άλλων νεοκλασικών κτηρίων που βρίσκονται πιο πάνω στην ίδια οδό, δηλαδή της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης[38]. Το Ειρηνοδικείο στεγάζεται σε ορόφους μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται σε μια στοά.
Προστατευμένο από τα μάτια των περαστικών είναι το Πρωτοδικείο Αθηνών. Η πρώην σχολή Ευελπίδων είναι χτισμένη ουσιαστικά σε ένα αλσύλλιο. Η μπροστινή πλευρά του που βρίσκονται οι είσοδοι, καλύπτεται από συστάδες δέντρων και το υπόλοιπο προστατεύεται από το άλσος. Το Πρωτοδικείο είναι ουσιαστικά ένας κρυμμένος δικαστικός χώρος. Μικρές σιδερένιες κατασκευές παρεμβάλλονται ανάμεσα στα κάγκελα. Η είσοδος είναι δυνατή μόνο περνώντας μέσα από αυτές και επιτρέπεται μόνο μετά από έλεγχο των χειραποσκευών. Οι δικηγόροι και οι εργαζόμενοι δεν ελέγχονται. Μια μυστική συμφωνία υπάρχει μεταξύ αστυνομικών και δικηγόρων. Η επιτάχυνση του βήματος, το αποφασιστικό βλέμμα και η δικηγορική τσάντα συμβάλουν στην αναγνώριση. Όσοι εισέρχονται για πρώτη φορά και είναι διστακτικοί και σαστισμένοι υποβάλλονται σε έλεγχο. Μια ψευδεπίφαση φύλαξης του χώρου, ένα αστείο της εξουσίας, ένας έλεγχος των μυημένων. Το δικαστήριο είναι ένας χώρος για τους μυημένους.
Ο προαύλιος χώρος είναι μια μετάβαση από το δάσος στο ξέφωτο. Η αισθητική του χώρου θυμίζει τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε, μια στρατιωτική σχολή, ένα σχολείο. Η αίσθηση του ιδιότυπου σχολείου συνεχίζει στο εσωτερικό των κτιρίων. Ένας μεγάλος διάδρομος από τον οποίο μπορεί κανείς να μπει από τις ξύλινες πόρτες σε μια σειρά από μικρές αλλά φωτεινές αίθουσες. Η εσωτερική διαρρύθμιση των αιθουσών δεν θυμίζει πια σχολείο. Φέρνει στο νου το ιερό ενός ναού. Κατά μια άποψη, αναπαριστά ή το ιερό βουνό Σινά ή ένα δέντρο[39]. Σύμφωνα με τους ανατολικούς λαούς το δέντρο είναι σύμβολο του δικαίου. Το δέντρο του δικαίου έχει τις ρίζες και το κορμό του στο βήμα όπου καταθέτουν οι μάρτυρες και ο κατηγορούμενος. Απλώνει τα κλαδιά του προς τις δύο μεριές προς τα δεξιά που βρίσκεται ο συνήγορος και προς τα αριστερά που βρίσκεται η πολιτική αγωγή. Πιάνει έτσι, και τις δυο ακραίες αντιτιθέμενες απόψεις για την υπόθεση και ταυτόχρονα εξυψώνει το ρόλο του συνηγόρου και της πολιτικής αγωγής. Δηλώνει ότι χωρίς αυτούς το δέντρο της δικαιοσύνης δε θα μπορούσε να στηριχτεί. Σε ένα επίπεδο πριν την κορυφή του δέντρου βρίσκεται το έδρανο των δικαστών. Αναπαριστά το πιο κοντινό στη θεϊκή ύπαρξη σημείο. Πρόκειται για ένα μικρό ιερό όρος Σινά. Εκεί κατέβηκε ο Θεός και έδωσε το Νόμο στους ανθρώπους. Στην κορυφή του δέντρου βρίσκεται η θεϊκή οντότητα που επιβλέπει από ψηλά την απονομή της δικαιοσύνης. Εκεί τοποθετείται μια ιερή εικόνα.
Ιδιαιτερότητα του ελληνικού δικαστικού χώρου είναι ότι αποτελεί ένα συνδυασμό ορθόδοξης εκκλησίας και αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Το ξύλινο στοιχείο είναι κυρίαρχο στο χώρο, όπως στους περισσότερους ορθόδοξους ναούς που χτίστηκαν τον τελευταίο αιώνα. Στις παλιότερες αίθουσες του Πρωτοδικείου τα έδρανα των δικαστών έχουν το σχήμα κοίλον. Το σχήμα του κύκλου συμβολίζει την κοινότητα[40], η οποία κρίνει ένα μέλος της και παραπέμπει στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου [41]. Πίσω από την καρέκλα του προέδρου του δικαστηρίου και λίγο πιο ψηλά βρίσκεται η εικόνα του Χριστού, όπως στις ορθόδοξους ναούς υπάρχει στο υψηλότερο σημείο η εικόνα του Χριστού του θεού «τα πάντα ορά». Στο κέντρο του χώρου όπου διεξάγεται η δίκη βρίσκεται το εδώλιο. Πρόκειται για ένα ξύλινο ημικύκλιο που θυμίζει έντονα βωμό του αρχαίου θεάτρου. Μάλιστα στο εδώλιο είναι ήδη ενσωματωμένο το Ευαγγέλιο. Επίσης, καθώς σύμφωνα με το τυπικό, ο μάρτυρας πριν καταθέσει θα πρέπει να βρίσκεται εκτός της αίθουσας, η είσοδος του από το διάδρομο θυμίζει την πάροδο του αγγελιοφόρου στην αρχαία τραγωδία.
Ένα έντονα συμβολικό στοιχείο του δικαστικού χώρου είναι το ξύλινο κιγκλίδωμα, που διαχωρίζει το χώρο που κινούνται οι παράγοντες της δίκης από το κοινό[42]. Το διαχώρισμα αυτό συνηθίζεται στις εκκλησίες, και η λειτουργική του σκοπιμότητα έγκειται στο να απομονώσει τον ιερό χώρο που τελούνται τα μυστήρια από το χώρο όπου κάθονται οι πιστοί. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στη δίκη δεν είναι μέρος της κοινωνίας αλλά βρίσκονται εκτός αυτής είτε ως κριτές είτε ως κρινόμενοι. Το κοινό που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα αμέτοχο και σιωπηλό, κρίνει και τους δυο[43]. Η κοινωνία κρίνει τον θεσμό που δημιούργησε .
Τελετουργικό χαρακτήρα έχει και ο τρόπος που διεξάγεται η δίκη. Το γεγονός ότι οι απλοί θεατές δεν κατανοούν πλήρως όσα λέγονται μεταξύ δικηγόρων και δικαστών λειτουργεί συμβολικά. Η ν ο μ ι κ ή γ λ ώ σ σ α είναι ένα είδος μυστικού, μια μυστική επικοινωνία που μοιράζονται μόνο οι παράγοντες της δίκης. Το μυστικό στοιχείο εντείνει το μυστήριο της τελετής προκαλεί δέος και πίστη σε αυτή[44]. Η νομική γλώσσα δεν είναι το μόνο μυστηριακό στοιχείο στη δίκη. Το συνηθέστερο πλέον είναι ότι οι δικαστές δεν αποχωρούν από την αίθουσα για να συζητήσουν για την απόφαση. Αλλά ο πρόεδρος του δικαστηρίου για να διασφαλίσει την μυστικότητα της συνομιλίας του με τα άλλα μέλη του δικαστηρίου, κρύβει με ένα φάκελο τα πρόσωπά τους. Το μυστηριακό στοιχείο εντείνει την αίσθηση ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή.
Πρωταγωνιστές στη δίκη είναι μόνο οι παράγοντες της δίκης, ο δικαστής, ο κατήγορος, οι συνήγοροι. Στις δίκες αυτοί που έχουν προκαλέσει την ένδικη διαφορά, δεν είναι οι πρωταγωνιστές. Είναι απλοί παρατηρητές της διαδικασίας. Η ίδια η διάταξη της αίθουσας το επιβάλλει. Το κάθισμα του κατηγορούμενου και το εδώλιο του μάρτυρα είναι στραμμένα προς το δικαστή ενώ το κοινό δεν βλέπει τα πρόσωπά τους. Βλέπει μόνο το πρόσωπο του δικαστή και το προφίλ των συνηγόρων. Η συμβολική λειτουργία αυτής της διάταξης είναι ότι η δίκη δεν ασχολείται με το άτομο. Δεν πρόκειται απλά για μια διαφορά μεταξύ δυο ή περισσότερων μελών μιας κοινωνίας ούτε για ένα ατομικό δράμα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα χρειαζόταν η δημοσιότητα της δίκης[45].
Η δίκη είναι δ η μ ό σ ι α γιατί επιτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό σκοπό, τον ίδιο που επιτελούσε το ιερό δρώμενο. Συμβάλει στη δημιουργία μιας συλλογικής συνείδησης[46] Ειδικότερα στην περίπτωση της αστικής δίκης, μέσω αυτής της διαδικασίας διαπλάθονται νέες κοινωνικές σχέσεις. Η ποινική δίκη έχει διαφορετική λειτουργία. Συνδέεται περισσότερο με το ιερό, με τη νομιμότητα. Αφορά στην ανύψωση ή την έκπτωση ενός προσώπου[47]. Απαραίτητο στοιχείο της ποινικής δίκης είναι η βία, στο βαθμό που καθιστά το προσωπικό δράμα κάποιων ανθρώπων κοινό θέαμα. Η βία αυτή υπάρχει ως απάντηση στη βία που άσκησε κατά του θύματος ή της κοινωνίας ο κατηγορούμενος. Σκοπός αυτής της βίας είναι η ηθική ικανοποίηση του θύματος και της κοινωνίας. Είναι το τελετουργικό μιας ανθρωποθυσίας που εξαγνίζει την κοινότητα[48]. Βαθύτερος σκοπός αυτής της βίας που αποτελεί αναγκαίο στοιχείο και της θεατρικής πράξης[49] είναι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Η πιο ουσιαστική επικοινωνία πραγματώνεται σε στιγμές έντασης , σε στιγμές βίας.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω τόσο ο τόπος όσο και ο τρόπος που τελείται η δίκη στα δικαστήρια της Αθήνας διατηρεί τελετουργικά και συμβολικά στοιχεία και συνδέεται με τη θρησκευτική τελετή και τη θεατρική πράξη. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν η σύγχρονη δίκη θεωρείται σημαντική για τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης και αποδοχής της ανθρώπινης φύσης, αν αποτελεί δηλαδή μια πολυεπίπεδη εμπειρία για όσους συμμετέχουν σε αυτή.
Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι στην πλειοψηφία των δικών, το τυπικό ακολουθείται με ακρίβεια και όσοι συμμετέχουν στη δίκη σέβονται τη διαδικασία και τη θεωρούν σημαντική για την κοινωνία. Αντίθετα παρατηρείται μια απαξίωση της διαδικασίας. Στις αστικές υποθέσεις και ειδικά στο πρώτο βαθμό, η διαδικασία θυμίζει περισσότερο διευθέτηση μιας υπόθεσης σε μια δημόσια υπηρεσία. Οι θεατές είναι κυρίως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Ο δικαστής με τη βοήθεια του γραμματέα διεκπεραιώνει μια ακόμα υπόθεση από μια ατέλειωτη στοίβα. Ακόμα και ο ίδιος ο δικαστής παρακολουθεί με λίγο ενδιαφέρον τη διαδικασία, περιμένει να διαβάσει τα δικόγραφα στην ησυχία του σπιτιού του για να λάβει την απόφασή του. Υπάρχει ευλυγισία στη διαδικασία. Αν κάτι έχει παραλειφθεί δίνεται συνήθως δυνατότητα στο συνήγορο να το προσκομίσει αργότερα. Η απόφαση δεν λαμβάνεται εκείνη τη στιγμή αλλά μήνες αργότερα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κρίση του κοινού της δίκης για αυτή.
Στις ποινικές δίκες υπάρχει εντονότερο το στοιχείο της εμπειρίας. Γενικά επικρατεί περισσότερη σοβαρότητα και προσπάθεια τήρησης του τυπικού. Ειδικά όταν εκκρεμούν σοβαρές κατηγορίες κατά του κατηγορούμενου, όσοι παρίστανται αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα της έκβασης της δίκης για τη ζωή ενός ανθρώπου. Οι κατηγορούμενοι στις δίκες μοιάζουν με εκθέματα. Ανήκουν στο σπάνιο είδος των συλληφθέντων παραβατών. Η πλειοψηφία των κατηγορούμενων στα αθηναϊκά δικαστήρια είναι μετανάστες, εκδιδόμενες και χρήστες ουσιών, οι απόκληροι της κοινωνίας. Για ένα εξωτερικό παρατηρητή η δίκη αποτελεί μια εμπειρία. Φανερώνει πόσο σύνθετη είναι η αλήθεια. Η απάντηση στο ερώτημα αθώος ή ένοχος είναι σχεδόν αδιάφορη. Αυτό που μένει στη μνήμη είναι η εικόνα της κοινωνίας, που δικάζει τους αδύναμους κρίκους της αλυσίδας των μελών της.
Συνήθως, όμως, τις δίκες δεν τις παρακολουθεί το κοινωνικό σύνολο. Οι δικαστές, οι δικηγόροι, οι κατηγορούμενους και οι συγγενείς τους είναι αυτοί που κατεξοχήν συμμετέχουν στις δίκες. Χωρίς πλήρως να το συνειδητοποιούν, παρακολουθούν δίκες, όπου όλα γίνονται με τέτοιους ρυθμούς που δεν επιτρέπουν σε κανένα να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της διαδικασίας για τη ζωή ενός ανθρώπου. Τίποτα δεν προξενεί έκπληξη. Στο μικρόκοσμο των δικαστηρίων, δικάζονται άνθρωποι ερήμην. Συχνά δικάζονται μετανάστες που δεν κατανοούν επειδή δεν γνωρίζουν τη γλώσσα κανένα στάδιο της διαδικασίας. Ειδικά στα πρωτοβάθμια δικαστήρια επιβάλλονται συχνά μεγάλες ποινές που μπορούν να ανατραπούν μόνο εφέσεις και άρα μόνο, αν διαθέτει κανείς την οικονομική δυνατότητα. Η σύγχρονη ποινική δίκη συχνά προσφέρει σε όσους συμμετέχουν σε αυτή, ακούσια ή εκούσια, την εμπειρία της δίκης στην "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων".

Μέρος Τρίτο : Αναζητώντας τα αίτια της απαξίωσης .

Είδαμε ότι η δίκη στις μέρες μας διατηρεί αναμφισβήτητα ένα συμβολικό χαρακτήρα· το τελετουργικό στοιχείο αυτό στοιχείο, όμως, ελάχιστα εκτιμάται από όσους μετέχουν σε μια δίκη. Τα αίτια της απαξίωσης του τελετουργικού είναι πολλά.
Μια προφανής εξήγηση είναι ότι έχει αυξηθεί δραματικά ο αριθμός των υποθέσεων που φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες με αποτέλεσμα οι δικαστές να επιδίδονται σε ένα αγώνα ταχύτητας για να προλάβουν να τις εκδικάσουν. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει η ευχέρεια του χρόνου, είναι φυσικό να μην τηρείται αυστηρά το τελετουργικό σε κάθε υπόθεση. Και το κοινό από την άλλη πλευρά, φαίνεται να το συγκροτούν συγκριτικά ελάχιστοι, αφού τις δίκες πλέον τις παρακολουθούν μόνο οι αντίδικοι. Σε άλλες εποχές, θεατές ήταν και απλοί πολίτες που πήγαιναν στο δικαστήριο για να παρακολουθήσουν μια πολύκροτη υπόθεση. Στις μέρες μας, η λειτουργία της δίκης ως δημόσιου θεάματος έχει αντικατασταθεί από την τηλεόραση. Η περιέργεια του κοινού να δει τον εγκληματία, να ακούσει την ιστορία του και αισθανθεί τον εξευτελισμό του, καλύπτεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που μαθαίνει από τις ειδήσεις για την εξέλιξη μιας υπόθεσης .
Αίτιο της χαλαρότητας που παρατηρείται στις δικαστικές αίθουσες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης, η απαξίωση της θέσης του δικαστή. Στις κοινωνίες του 16ου και 17ου αιώνα της κεντρικής Ευρώπης, οι δικαστές ανήκαν αποκλειστικά στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Ακόμα και μετά την άνοδο της αστικής τάξης, οι δικαστές ανήκαν κατεξοχήν σε μεγαλοαστικές οικογένειες που είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Η ανώτερη τάξη ήταν πάντα πιο πιστή στην εθιμοτυπία -στην αυστηρή τήρηση κανόνων συμπεριφοράς -σε σχέση με τη μέση τάξη[50]. Θεωρούσε ότι με αυτό τον τρόπο διαφοροποιείται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η γνώση και τήρηση κανόνων συμπεριφοράς προσέδιδε κύρος και αίγλη στα μέλη της. Η καθημερινότητα μαρτυρά πως ο δικαστής δεν είναι πια κοινωνικά ισχυρός. Εξομοιώνεται με ένα δημόσιο υπάλληλο. Έχει την αντίστοιχη κοινωνική θέση. Δεν είναι εκπαιδευμένος να εκτιμά την τελετή και ταυτόχρονα δεν εμπνέει δέος, επειδή δεν ανήκει απαραίτητα σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Η επίδραση της κοινωνικής τάξης, της ηλικίας και γενικότερα του κύρους του δικαστή στην τελετή καθίσταται εμφανής στις δίκες στο Εφετείο και πολύ περισσότερο στον Άρειο Πάγο και στο Ειδικό Δικαστήριο. Η τελετή σε δίκες των ανώτατων δικαστηρίων τηρείται πιο πιστά και με μεγαλύτερη αυστηρότητα.
Αλλά και η παραπάνω εξήγηση δεν φαίνεται επαρκής. Η απαξίωση της τελετής οφείλεται σημαντικά στην έλλειψη εμπιστοσύνης στη θεσμοθετημένη δικαιοσύνη, στην έλλειψη πίστης ότι η δικαιοσύνη, όπως ασκείται, μπορεί να εξομαλύνει τις κοινωνικές αδικίες. Η δίκη αποτελεί μια συνάντηση δικαίου και γεγονότος[51]. Η μεγαλύτερη δοκιμασία όλου του νομικού συστήματος είναι η δίκη. Η αποτυχία απονομής της δικαιοσύνης συχνά δεν είναι αποτυχία του τρόπου που διεκπεραιώνεται μια δίκη αλλά οφείλεται σε θεμελιώδη προβλήματα όλου του δικαιϊκού συστήματος.
Πέρα από αυτές τις ερμηνείες, τα αίτια της απαξίωσης είναι βαθύτερα. Η απαξίωση της τελετής δεν είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται μόνο στη δίκη αλλά και στη θρησκευτική τελετή και στη θεατρική πράξη. Αντίστοιχα στο θέατρο οι θεατές μιλούν χωρίς να έχουν πλήρη αντίληψη ότι οι ηθοποιοί παίζουν ζωντανά μπροστά τους και οι ενέργειες τους στο χώρο, η ανάσα τους ακόμα επηρεάζει την ερμηνεία των ηθοποιών. Ακόμα και ίδιοι οι ηθοποιοί μιμούνται το τηλεοπτικό τους παίξιμο αγνοώντας το τελετουργικό στοιχείο ακόμα και στις παραστάσεις αρχαίου δράματος[52]. Παρόμοια στην εκκλησία όταν τελούνται τα μυστήρια, όσοι τα παρακολουθούν φέρονται περισσότερο ως καλεσμένοι σε κοινωνική εκδήλωση παρά ως πιστοί.
Η αδυναμία αυτή της πραγματικής συμμετοχής στις τελετές οφείλεται σε μια γενικότερη δυσκολία του σύγχρονου ανθρώπου να γίνει από θεατής[53], που έχει συνηθίσει να είναι, συμμέτοχος. Να βιώσει, με άλλα λόγια, την πραγματικότητα και όχι μονάχα να την παρατηρεί[54]. Η τελετουργία προϋποθέτει τη μύηση. Απαιτείται η πίστη του μύστη στην τελετή και η αποκάλυψη των συμβόλων της στο μυημένο. Την πιστή τήρηση μιας τελετής επιβάλει αρχικά ο μύστης, στην περίπτωση της δίκης ο δικαστής. Στη σύγχρονη δίκη συχνά ούτε οι δικαστές, ούτε οι συνήγοροι, πολύ περισσότερο το κοινό δείχνουν να γνωρίζουν το συμβολικό χαρακτήρα της δίκης και να πιστεύουν σε αυτόν. Δεν είναι εκπαιδευμένοι στο είδος επικοινωνίας που απαιτεί η τελετή μεταξύ των φορέων της. Δεν έχουν συνείδηση πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους. Ο ρόλος των παραγόντων αλλά και των απλών θεατών δεν είναι να διεκπεραιώσουν μια υπόθεση, ούτε να παρακολουθήσουν απλά μια διαδικασία αλλά να μετέχουν με την παρουσία τους σε μια μεταβολή μιας ανθρώπινης κατάστασης, να ανανεώσουν την κοινωνική αλληλεγγύη και να διαμορφώσουν τη συλλογική συνείδηση.
Το ερώτημα αν ένα διαφορετικό τελετουργικό δίκης θα συνέβαλε στη βελτίωση του συστήματος είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Μια τάση που υπάρχει είναι η επίλυση κάποιων ιδιωτικών διαφορών να γίνεται με διαιτησία καθώς και κάποιες υποθέσεις όπως το συναινετικό διαζύγιο να αποτελούν κυρίως γραφειοκρατικές διαδικασίες. Οι παραπάνω περιπτώσεις αντικατάστασης της δίκης μόνο ως θετικές μπορούν να κριθούν καθώς αποφορτίζουν το δικαιϊκό σύστημα από υποθέσεις που δεν υπάρχει ουσιώδης λόγος να απασχολούν το δικαστήριο. Η πλήρης αντικατάσταση των δημόσιων δικών από κατ΄ιδίαν επιλύσεις διαφορών θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το δίκαιο. Αν και ο δημόσιος χαρακτήρας των δικών ενέχει μια βιαιότητα είτε με τη μορφή αποκάλυψης ιδιωτικών πληροφοριών είτε με τη μορφή του διασυρμού, είναι αναγκαίος. Όσο οι δίκες είναι δημόσιες οι δικαστές δεν κρίνουν μόνο αλλά και κρίνονται. Η δημόσια δίκη δεν εξασφαλίζει μόνο το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, αλλά συγχρόνως εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται με τη βία. Το θέαμα της δίκης εξορκίζει τη βία της αυτοδικίας. 
Άλλες προτάσεις μεταβολής του χαρακτήρα της δίκης, όπως τον ξέρουμε, είναι η τηλεοπτική μετάδοση των δικών. Για να ενισχυθεί ο δημόσιος χαρακτήρας των δικών, στις Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργεί κανάλι (το court tv) που μεταδίδει δίκες. Η ελληνική εμπειρία τηλεοπτικών δικών μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βελτίωσε το θεσμό της δικαιοσύνης. Μια τολμηρή πρόταση αλλαγής θα μπορούσε να έρθει από το θέατρο. Μια σημαντική αλλαγή στη θεατρική πράξη σηματοδότησε η αλ λαγή του σκηνικού χώρου[55], όταν η υπερυψωμένη ιταλική σκηνή αντικαταστάθηκε με την ελεύθερη σκηνή. Στόχος της αλλαγής ήταν να καταργηθεί η απόσταση μεταξύ κοινού και ηθοποιού ώστε ο θεατής να αισθάνεται συμμέτοχος. Αντίστοιχα στο δικαστήριο αντί για το σχήμα του δέντρου θα μπορούσε να επιλεγεί το σχήμα του κύκλου. Θα σηματοδοτούσε μια αλλαγή προς το τελετουργικό. Οι παράγοντες της δίκης θα μπορούσαν να βρίσκονται στη μέση ενός κύκλου και γύρω να κάθονται οι θεατές. Ο κύκλος θα έδινε την αίσθηση ότι στη δίκη η κοινωνία κρίνεται και δικάζεται.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δύσκολα μπορεί να νοηθεί μια ουσιώδης μεταβολή του τελετουργικού της δίκης. Η τελετή αντιμάχεται τις εξελίξεις, κυρίως επειδή το σύστημα συμβόλων στο οποίο είναι οργανωμένη, ενσαρκώνει πετυχημένα τις κοινωνικές αξίες και το μύθο του δικαίου. Η δίκη παρά τα αναμφίβολα μειονεκτήματά της, κατορθώνει να επιτελεί το έργο της. Κατορθώνει να αποτελεί ένα θέαμα της ανθρώπινης κατάστασης. Φανερώνει τα κοινωνικά προβλήματα και γενικότερα την ταυτότητα της κοινωνίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνιστά μια εμπειρία για όποιον μετέχει σε αυτή. Προκαλεί την βαθιά συμπόνια για τον άνθρωπο που υποφέρει. Παρά την αναμφισβήτητη βιαιότητά της, υπάρχει ένας σεβασμός στο πρόσωπο του μέλους της κοινωνίας. Δίνει τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να ακουστεί, να πει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα. Αν η παρουσία της τελετής είναι βίαιη, η απουσία της είναι ακόμα περισσότερο. Αυτό θεωρείται το μεγαλύτερο παράδοξο[56].
Ο δολοφόνος, στην ταινία του Fritz Lang εκλιπαρεί να έχει μια κανονική δίκη. Ο συνήγορος του μάχεται για το ίδιο επειδή και οι δυο ξέρουν ότι η θεσμοθετημένη δικαιοσύνη παρέχει περισσότερες εγγυήσεις για μια δίκαιη δίκη.  Πιθανότατα θα είναι και πιο επιεικής. Κάθε δίκη, παρά τις όποιες αδυναμίες της, παρέχει ένα minimum εγγυήσεων, το οποίο αν και φαίνεται μικρό δεν είναι λίγο, γιατί βοηθά τον άνθρωπο να αποδεχτεί το παράλογο της ανθρώπινης φύσης.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική
Αριστοτέλης, Ποιητική, εισαγωγή Η. Νικολούδης, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1995
Αρτώ Α., Το θέατρο και το είδωλό του, μετ. Μάτεσις Παύλος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1992.
Βακαλούδη Αναστασία, Μαγεία και Μυστηριακές Θρησκείες από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο , εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 2003
Κακούρη Κατερίνα, Προϊστορία θεάτρου, Δώδεκα διαλέξεις Σειρά Γ΄, Βιβλιοθήκη Εθνικού Θεάτρου, Αθήνα 1963.
Κακούρη Κατερίνα, Προϊστορία θεάτρου, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, Αθήνα 1974.
Τ. Μουζενίδης, Θεατρικός χώρος και σκηνοθεσία. εκδ. Γ. Φέξη. Αθήνα 1965.
Μ.Μπίρης, Μ.Καρδαμίτση-Αδάμη, Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, εκδ. Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2001.
Παπαχρήστου Θανάσης Κ., Κοινωνιολογία του δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1999.
Χαρτνολ Φύλλις, Ιστορία Θεάτρου, μτφ. Πατεράκη Ρούλα, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1985.
Ξένη
Bastea Eleni, The creation of Modern Athens. Planning the myth, ed.Cambridge University Press 2000
Debord G., Η κοινωνία του θεάματος, μετ. Σύλβια, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη. Αθήνα 2000
Durkheim Émile, Les formes elementaires de la vie religieuse. Le système totémique en Australie, Presses Universitaires de France, Paris 1985
Elias Norbert, Η εξέλιξη του πολιτισμού, Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες: Αλλαγές της κοινωνίας: Σχεδίασμα για μια θεωρία του πολιτισμού, εκδ. Νεφέλη 1997
Garapon A, L’ ane portant des reliques, Editions du Genturion, Paris 1985, p. 175
Geertz Clifford, Η ερμηνεία των πολιτισμών, μτφ. Θ. Παραδέλλης, εκδ. "Αλεξάνδρεια", Αθήνα 2003.
Grotowski J., Για ένα φτωχό θέατρο, εκδ. Θεωρία, 1982.
Huinzinga J., Ο άνθρωπος και το παιχνίδι. Δοκίμιο για την κοινωνική λειτουργία του παιχνιδιού, μτφ. Σ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Γνώση, Αθήνα 1989. 

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Ανδρεάδης, Θέατρο και τελετουργία, η αέναη πορεία του θηβαϊκού κύκλου, Νέα Κοινωνιολογία τεύχος 43. Χειμώνας 2006-2007, σελ. 58 επ.
Δαμιανίδου Μαρία, Πειραματικό Θέατρο - Performance (τεκμήριο http://www.mic.gr/Cinema.asp?id=29196 ημερ. τελευταίας πρόσβασης 25/09/2007)
Κατάκη Ζωή, Το πρωτογενές τελετουργικό δρώμενο της μουσικής, του χορού και του λόγου,(τεκμήριο http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=112 ημερ. τελευταίας πρόσβασης 29/09/2007)
Κ. Καλογερόπουλος, Αρχαίο ελληνικό θέατρο και σύγχρονες θεατρικές παραστάσεις (τεκμήριο http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=110 ημερ. τελευταίας πρόσβασης 29/09/2007)
Παπαδοπούλου Παναγιώτα, Το θέατρο και η ποινική δίκη, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών τευχ, 28, σελ. 317 επ. 
Α. Πορτελάνος, Δημιουργία μιας αθάνατης μορφής. Η αρχιτεκτονική του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, Εφημ. Καθημερινή, Ένθετο Επτά Ημέρες. Αφιέρωμα: Τα αρχαία ελληνικά θέατρα. 25/07/1999.
Ν. Χουρμουζιάδη, Το κοινό στην κλασική Αθήνα. Συμμετοχή, σύνθεση και συμπεριφορά των θεατών στο αρχαίο θέατρο. Εφημ. Καθημερινή, Ένθετο Επτά Ημέρες. Αφιέρωμα: Τα αρχαία ελληνικά θέατρα. 25/07/1999.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Γερμανικός τίτλος «M- Eine Stadt sucht einen Moerder», η ελληνική μετάφραση όταν προβλήθηκε η ταινία ήταν «Ο δράκος του Ντίσελντορφ»
[2] Αγγλικός τίτλος «Sympathy for Lady Vengeance»
[3]Clifford Geertz, Η ερμηνεία των πολιτισμών, μτφ.Θ. Παραδέλλης, εκδ. "Αλεξάνδρεια", Αθήνα 2003, σελ. 106 επ.
[4]Κακούρη Κατερίνα, Προϊστορία θεάτρου, Δώδεκα διαλέξεις Σειρά Γ΄, Βιβλιοθήκη Εθνικού Θεάτρου, Αθήνα 1963, σελ. 141-155.
[5]Κακούρη Κατερίνα, Προϊστορία θεάτρου, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, Αθήνα 1974, σελ.32 επ
[6]Βλ..Αναστασία Βακαλούδη, Μαγεία και Μυστηριακές Θρησκείες από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 2003
[7]Παπαδοπούλου Παναγιώτα, το θέατρο και η ποινική δίκη, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών τευχ, 28, σελ. 317
[8]Κατάκη Ζωή, Το πρωτογενές τελετουργικό δρώμενο της μουσικής, του χορού και του λόγου, (τεκμήριο http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=112 ημερ.τελευταίας πρόσβασης 29/09/2007)
[9] Garapon A, L’ ane portant des reliques, Editions du Genturion, Paris 1985, p. 175
[10] Χαρτνολ Φύλλις, Ιστορία Θεάτρου, μτφ. Πατεράκη Ρούλα, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1985, σελ.44
[11] Clifford Geertz, Η ερμηνεία των πολιτισμών ο.π.σελ 107
[12]Αρτώ Α., Το θέατρο και το είδωλό του, μετ. Μάτεσις Παύλος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1992, σελ. 100 
[13] Παπαχρήστου Θανάσης Κ., Κοινωνιολογία του δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1999,σελ.1
[14] Αρτώ Αντονέν, Το θέατρο και το είδωλό του, σελ. 100 
[15] Γκροτόφσκι Γ. «Για ένα φτωχό θέατρο» εκδ. Θεωρία, 1982.
[16] Αναλυτικά για το έργο του http://www.richardkostelanetz.com
[17] The Theatre of Mixed Means
[18] Για τη σχέση της θεατρικής πράξης με τη τελετουργία διεξήχθη το Σεπτέμβριο του 2005 το 1ο Διεθνές Συμπόσιο Θηβαϊκού κύκλου με τίτλο «Θέατρο και τελετουργία» Νέα Κοινωνιολογία τεύχος 43. Χειμώνας 2006-2007, σελ. 57
[19] Δαμιανίδου Μαρία, Πειραματικό Θέατρο – Performance (τεκμήριο http://www.mic.gr/Cinema.asp?id=29196 ημερ.τελευταίας πρόσβασης 25/09/2007).
[20] Καθώς επίσης οι σκηνοθέτες Γ. Χουβαρδάς, Μ. Μαρμαρινός και ο Λ. Βογιατζής.
[21] Μυριβήλη Λενιώ «Επιτελεστικές πρακτικές και εθνογραφία» (τεκμήριο http://sapfo.env.gr/culturaltec/myrivili/notes/practice/practice_notes4.pdf ημερομ. τελευταίας. πρόσβασης 23/9/2007).
[22] Σύμφωνα με τον Β.Πούχνερ τα θεατρικά σημεία χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: α) οι πράξεις του ηθοποιού ως σημεία, β) η εμφάνιση του ηθοποιού ως σημείο και γ) τα σημεία του χώρου. Αναλυτικά Πούχνερ Β., Σημειολογία του Θεάτρου, εκδ. Παιρίδης, Αθήνα 1985, σελ. 31-57 Επίσης Τσατσούλης Δημήτρης, Σημειολογικές προσεγγίσεις του θεατρικού φαινομένου, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1997 σελ. 14 επ.
[23] Μυριβήλη Λενιώ «Επιτελεστικές πρακτικές και εθνογραφία» ο.π. σελ.1
[24] Αναλυτικά για την κοινωνική λειτουργία του παιχνιδιού. Huinzinga J. Ο άνθρωπος και το παιχνίδι. Δοκίμιο για την κοινωνική λειτουργία του παιχνιδιού, μτφ. Σ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Γνώση, Αθήνα 1989. 
[25] Για την έννοια της μίμησης βλ. Αριστοτέλης Ποιητική, Εισαγωγή. Η. Νικολούδης, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1995 σελ. 69 επ.
[26] Π. Παπαδοπούλου, το θέατρο και η ποινική δίκη ο.π. σελ. 319
[27] Στο κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη performance με την έννοια της επιτέλεσης και όχι με την έννοια της performance ως θεατρικού είδους. 
[28] Clifford Geertz, Η ερμηνεία των πολιτισμών ο.π.,σελ 120 
[29]Δαμιανίδου Μαρία, Πειραματικό Θέατρο - Performance (τεκμήριο http://www.mic.gr/Cinema.asp?id=29196 ημερ. τελευταίας πρόσβασης 25/09/2007)
[30] Αριστοτέλης Ποιητική, Εισαγωγή. Η. Νικολούδης ο.π. σελ.66
[31] Κ. Καλογερόπουλος, Αρχαίο ελληνικό θέατρο και σύγχρονες θεατρικές παραστάσεις (τεκμήριο http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=110 ημερ.τελευταίας πρόσβασης 29/09/2007)
[32]Durkheim Émile, Les formes elementaires de la vie religieuse. Le système totémique en Australie Presses Universitaires de France, Paris, 1985
[33] Ν. Χουρμουζιάδη, Το κοινό στην κλασική Αθήνα. Συμμετοχή, σύνθεση και συμπεριφορά των θεατών στο αρχαίο θέατρο. Εφημ. Καθημερινή, Ένθετο Επτά Ημέρες. Αφιέρωμα Τα αρχαία ελληνικά θέατρα. 25/07/1999. σελ. 5 επ.
[34] Garapon A, L’ ane portant des reliques, p. 187-201
[35] Clifford Geertz, Η ερμηνεία των πολιτισμών, ο.π. σελ. 115
[36] Garapon A, L’ ane portant des reliques, p.28
[37] Στον Άρειο Πάγο υπάρχει επιγραφή «Θέμιδος μέλαθρον»
[38] Το Αρσάκειο, κτίστηκε για λογαριασμό της Ελληνικής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας το 1852 και προοριζόταν για Παρθεναγωγείο. Αναλυτικά η ιστορία κατασκευής του και η επιλογή της αισθητικής του. Eleni Bastea, The creation of Modern Athens. Planning the myth, ed.Cambridge University Press 2000 p. 174, Μ.Μπίρης, Μ.Καρδαμίτση-Αδάμη, Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ,εκδ. Οίκος Μέλισσα 2001 σελ. 98
[39]Αναλυτικά Garapon A., L’ ane portant des reliques, p.39-41
[40] Garapon A, L’ ane portant des reliques p.175
[41] Αναλυτικά για την αρχιτεκτονική του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, Α. Πορτελάνος, Δημιουργία μιας αθάνατης μορφής. Η αρχιτεκτονική του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, Εφημ. Καθημερινή, Ένθετο Επτά Ημέρες. Αφιέρωμα Τα αρχαία ελληνικά θέατρα. 25/07/1999. σελ. 7 επ.
[42] Στην καθολική εκκλησία το χώρισμα αυτό ονομάζεται cancella Σχετικά Garapon A, L’ ane portant des reliques, p. 51
[43] Garapon A, L’ ane portant des reliques 103
[44] Garapon A, L’ ane portant des reliques p. 86
[45] Garapon A, L’ ane portant des reliques p.196
[46] Garapon A, L’ ane portant des reliques p.103
[47] Garapon A, L’ ane portant des reliques p.163
[48] Garapon A, L’ ane portant des reliques p.148
[49] Σύμφωνα με τον Αρτώ, η θεατρική πράξη χρειάζεται μια μορφή βίας, τη σκληρότητα, την υποταγή στην αναγκαιότητα, για να επαναφέρει τον άνθρωπο στα μεγάλα και βαθιά πάθη που αφορούν την ύπαρξή του, Αρτώ Α., Το θέατρο και το είδωλό του, ο.π. σελ. 100 
[50] Αναλυτικά Elias Norbert, Η εξέλιξη του πολιτισμού, Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες: Αλλαγές της κοινωνίας: Σχεδίασμα για μια θεωρία του πολιτισμού, εκδ. Νεφέλη 1997 σελ. 362
[51] Garapon A, L’ ane portant des reliques p.184
[52] Γ. Ανδρεάδης, Θέατρο και τελετουργία, η αέναη πορεία του θηβαϊκού κύκλου, Νέα Κοινωνιολογία τεύχος 43. Χειμώνας 2006-2007, σελ. 58
[53] Κατά τον Αρτώ ο άνθρωπος πάσχει από μια βαριά και σοβαρή αρρώστια που συνίσταται στην επιβεβλημένη σ’ αυτόν υπάρχουσα μορφή του πολιτισμού, που τον έχει μετατρέψει σε θεατή των πράξεων του. Αρτώ Α., Το θέατρο και το είδωλό του, σελ. 100 
[54] Γ. Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, μετ. Σύλβια, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη. Αθήνα 2000 σελ. 25
[55] Σχετικά με τη σημασία του σκηνικού χώρου για τη θεατρική δημιουργία και τη συμμετοχή των θεατών βλ. Τ. Μουζενίδης, Θεατρικός χώρος και σκηνοθεσία. Εκδ. Γ. Φέξη. Αθήνα 1965 σελ. 96 επ.
[56] Garapon A, L’ ane portant des reliques, p.201

Δεν υπάρχουν σχόλια: