[Δοκησισοφος]
Όταν ο κολλητός μου ο Φίλιππος τέλειωσε το μεταπτυχιακό του στη Νομική, αποφάσισε, όπως κάθε φέρελπις νομικάριος που σέβεται τον εαυτό του, ότι τα ψέματα τελείωσαν και όφειλε να συνεισφέρει στον οικογενειακό μποναμά, βρίσκοντας ένα δικηγορικό γραφείο για την άσκησή του. Βεβαίως του είχε ήδη προτείνει ένας φίλος του πατέρα του να πάει στο δικό του γραφείο, αλλά ο Φίλιππος ούτε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Βλέπετε, ως επίδοξος μέλλων εξολοθρευτής των φουκαράδων αντιδίκων που θα βρίσκονταν στον δρόμο του, προτιμούσε να δουλέψει σε ένα μεγάλο γραφείο, ώστε να αποκτήσει εμπειρία από σημαντικές υποθέσεις, να κάνει δημόσιες σχέσεις και να εξασφαλίσει ότι η αμοιβή του θα είναι ανάλογη με τα κελεύσματα του ΔΣΑ, σύμφωνα με τα οποία, όπως είχε πρόσφατα ενημερωθεί, ο ασκούμενος δικαιούται τουλάχιστον 600 ευρώ τον μήνα (όσοι βάλατε τα γέλια, σταματήστε αμέσως, έχει και συνέχεια η ιστορία). Ο φίλος του πατέρα του ήταν μόνος στο γραφείο και, αν και εξαιρετικός άνθρωπος και δικηγόρος, δεν μπορούσε να του δώσει αυτά τα χρήματα και σίγουρα αδυνατούσε να τον μυήσει στον εκπληκτικό και προκλητικό χώρο της δικηγορίας, τουλάχιστον έτσι όπως τον φανταζόταν ο Φίλιππος.
Ξεκίνησε λοιπόν την αναζήτηση στις μικρές αγγελίες σε προσπάθεια ανεύρεσης του δικηγορικού γραφείου που θα ανταποκρινόταν στις ικανότητες, τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες του. Πρώτος σταθμός ήταν ένα δικηγορικό γραφείο στο Κολωνάκι. Η πρώτη του εντύπωση καθώς έφτανε έξω από το κτήριο ήταν απολύτως θετική. Επρόκειτο για ένα πρόσφατα ανακαινισμένο νεοκλασικό που σε προδιέθετε ότι στο εσωτερικό θα ήταν εξαιρετικά καλόγουστο και πολυτελές, ό,τι έπρεπε για κάποιον που ήθελε να εργαστεί σε ένα ευχάριστο περιβάλλον. Πιστός στις προσταγές του σύγχρονου μάρκετινγκ που τον ήθελε να βρίσκεται στο επαγγελματικό του ραντεβού δέκα λεπτά πριν την προκαθορισμένη συνάντηση, κατέφτασε στην εξώπορτα του τρίτου ορόφου όπου στεγαζόταν το γραφείο στις 2 παρά 10, μια και το ραντεβού ήταν για τις 2. Η ταμπέλα σαφής: «Γεράσιμος Εφέσογλου και Συνεργάτες». Χτύπησε το κουδούνι και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόταν στον χώρο της υποδοχής, μια πραγματικά πολυτελής αίθουσα με ένα μεγάλο και μακρύ γραφείο, πίσω από το οποίο βρισκόταν η γραμματέας, αρκούντως περιποιημένη, μακιγιαρισμένη και πραγματικά όμορφη.
«Καλησπέρα σας, Φίλιππος Αυταπάτης, μέλλων εξολοθρευτής Λυκουρέζου, Κούγια, Κεχαγιόγλου και λοιπών ασήμαντων δικηγορίσκων», είπε ο Φίλιππος με τον πρέποντα αέρα αυτοπεποίθησης και το αρμόζον χαμόγελο της επιτυχίας, να δείξει και τη λεύκανση που είχε κάνει προχτές. «Έχω ραντεβού με τον κύριο Εφέσογλου για τις 2».
«Βεβαίως, κύριε Αυταπάτη. Αν θέλετε, καθίστε. Σε λίγο θα σας δεχτεί ο κύριος Εφέσογλου».
Ο Φίλιππος πράγματι κάθισε και άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο που κάτι του έλεγε ότι σύντομα θα γινόταν ο χώρος της εργασίας του. Είχε ένα πολύ καλό προαίσθημα και ένιωθε ότι εκεί θα έκανε τα πρώτα του βήματα στην επιστήμη που σπούδασε με αγάπη, αυταπάρνηση και θυσίες.
Στις 2 και 10 η κουκλάρα γραμματέας τον πλησίασε και του είπε:
«Συγγνώμη για την καθυστέρηση, ο κύριος Εφέσογλου έχει ένα πολύ σημαντικό τηλεφώνημα, θα σας δεχτεί σε πολύ λίγο».
«Αλίμονο, καταλαβαίνω. Εξ άλλου, εμείς οι νομικοί έχουμε τόσο περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή μας. Πείτε στον συνάδελφο να μην ανησυχεί, φρόντισα να διαμορφώσω το πρόγραμμά μου έτσι, ώστε να μπορώ να αφιερώσω στον μέλλοντα συνεργάτη μου αρκετό χρόνο. Μπορώ να περιμένω».
«Σας ευχαριστώ, κύριε Αυταπάτη. Είστε τόσο ευγενής. Θα ενημερώσω τον κύριο Εφέσογλου για την κατανόησή σας. Είμαι σίγουρη ότι θα εκτιμηθεί».
Ο Φίλιππος ένιωθε ενθουσιασμένος. Είχε καταφέρει να κρύψει τη νευρικότητά του και παράλληλα να δείξει αυτοπεποίθηση, αλλά και κατανόηση για την καθυστέρηση. Αυτά, σε συνδυασμό με το καταπληκτικό βιογραφικό που είχε, ήταν σίγουρος πως θα τον οδηγούσαν στο εν λόγω γραφείο.
Στις 2 και 20 άρχισε να μετράει τα πλακάκια στο πάτωμα μπας και περάσει λίγο η ώρα. Στις 2 και 35 αποφάσισε ότι μετά το 658ο πλακάκι, θα έπρεπε να βρει άλλον τρόπο να περάσει την ώρα του κι έτσι ξαναέκανε πρόβα αυτά που είχε σκοπό να πει στη συνέντευξη με τον υποψήφιο εργοδότη του.
«Θυμήσου, δεν ξεχνάς να πεις ότι έβγαλες πτυχίο με λίαν καλώς, μεταπτυχιακό με άριστα, ότι μόλις ξεκίνησες διδακτορικό, ότι μιλάς άριστα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πιάνο, μπαλέτο, γκολφ, ιππασία και τένις, ότι ακούς πάντα Μπετόβεν και στο τσακίρ κέφι Ελένη Βιτάλη, ότι λατρεύεις τη νομική επιστήμη, έχεις μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες, ότι θέλεις να εργαστείς έντιμα και ενσυνείδητα και ότι δεν δέχεσαι τίποτα λιγότερο από τα 600 ευρώ που ορίζει ο ΔΣΑ ως ελάχιστη αμοιβή του ασκουμένου». Αν και αυτό το τελευταίο ήταν σίγουρος πως δεν θα χρειαζόταν να το αναφέρει, επρόκειτο προφανώς για μεγάλο γραφείο που σεβόταν τους συνεργάτες του και ο ίδιος ο Εφέσογλου δεν θα καταδεχόταν να δώσει λιγότερα από αυτά που επιβάλλει ο νόμος.
Στις 3 και 10, και ενώ ο Φίλιππος είχε αρχίσει να πεινάει γιατί δεν έφαγε τίποτα πριν τη συνέντευξη ώστε να μην πετάει η κοιλιά από το παντελόνι και μειώσει την εμφάνιση της απόλυτης επιτυχίας, τον πλησίασε η γραμματέας για να του αναγγείλει ότι ο κύριος Εφέσογλου ήταν έτοιμος να τον δεχτεί.
Ο Φίλιππος πήρε βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του μέλλοντα εργοδότη του. Ήταν πράγματι υπερπολυτελές γραφείο με θέα στην πλατεία Κολωνακίου, βιβλιοθήκες γεμάτες με όμορφα δερματόδετα βιβλία, ένα μικρό μπαρ στη γωνία, έναν πίνακα μοντέρνας τέχνης (ξέρετε, από αυτούς με το μάτι στη θέση του αστράγαλου) ακριβώς πάνω από την τεράστια δερμάτινη πολυθρόνα και τον κύριο Γεράσιμο Εφέσογλου καθισμένο στην πολυθρόνα και σκυμμένο πάνω από ένα μικρό σωρό από χαρτιά και φακέλους.
«Καλησπέρα. Φίλιππος Αυταπάτης, είχαμε ραντεβού».
«Καλησπέρα, κύριε Αυταπάτη. Καθίστε. Συγγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά…». Ντριιιν. Το τηλέφωνο διέκοψε τον κύριο Εφέσογλου. «Εμπρός; Έλα, λέγε. Ποια προθεσμία; Όχι ρε γμτ! Κι εγώ πότε θα την κάνω την έφεση; Εντάξει, μπορεί να σκότωσε δώδεκα, να βίασε δεκαεννιά και να λήστεψε το γηροκομείο ‘Ο Πτωχός Παππούλης’, αλλά είναι ντροπή για το δικαστήριο που του επέβαλε τρία ολόκληρα χρόνια. Πρέπει οπωσδήποτε να προλάβω την έφεση, πρόκειται για εξαιρετικό άνθρωπο που έχει μετανιώσει πικρά για το μικρό αυτό λαθάκι που έκανε. Καλά, θα δω τι θα κάνω. Δεν μου λες τώρα, το ντεμπραγιάζ στη Μερσεντές κάνει κάτι θορύβους, πότε να το πάω στον Μπάμπη να το κοιτάξει; Αποκλείεται! Σήμερα το απόγευμα θα το πάω και θα του πεις αύριο το πρωί να μου το έχει έξω από τον κήπο μου των τριών στρεμμάτων στην Εκάλη, ακριβώς δίπλα από τη ΒΜW, το Άουντι, την ασημένια Πόρσε και τη Λαμποργκίνι που αγόρασα προχείρως για τις μικρές αποδράσεις του σαββατοκύριακου στον Παρνασσό».
Κατά τις 3.30 ο κύριος Εφέσογλου εδέησε να κατεβάσει το ακουστικό και να ασχοληθεί με τον Φίλιππο.
«Λοιπόν, αγαπητέ, για να μη μακρηγορούμε, εμείς χρειαζόμαστε ασκούμενο να δουλεύει 9 με 9, θα παίρνει 300 ευρώ τον μήνα, θα κάνει όλες τις δουλειές του ποδαριού, θα τρέχει Ευελπίδων, Εφετείο, Άρειο Πάγο, Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, Ηλιουπόλεως, Σπάτων, Αμαρουσίου, Κηφισιάς, Κάτω Λεστινίτσας και Καβάλας, θα σφουγγαρίζει και το γραφείο δυο φορές τον μήνα και γενικώς θα του βγαίνει το λάδι και όταν του τηλεφωνούμε τα μεσάνυχτα να έρθει για να ετοιμάσει αναίρεση μια μέρα πριν περάσει η προθεσμία, αυτός θα τσακίζεται χωρίς δεύτερη κουβέντα και, αν απορριφθεί η αναίρεση, θα του το αφαιρέσουμε από τον μισθό του. Μη μου πείτε ότι δεν ενθουσιαστήκατε»!
Ο Φίλιππος νόμιζε ότι άκουγε έκρηξη βόμβας κατ’ εξακολούθηση.
«Μα, ξέρετε…»
«Τι να ξέρω, αγαπητέ; Δέχεστε, ναι ή ου»;
«Καλά όλα τα άλλα, αλλά 300 ευρώ; Ο ΔΣΑ αποφάσισε ότι…»
«Ποιος τον απαυτώνει τον ΔΣΑ, αγαπητέ; Εμείς αυτά δίνουμε».
«Μα, ξέρετε, μιλάω άριστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Για να μη μιλήσω για πιάνο, μπαλέτο, ιππασία και τένις. Ακούω και Ελένη Βιτάλη».
«Α, τώρα με αποστομώσατε».
«Έχω και πτυχίο λίαν καλώς, μεταπτυχιακό άριστα και κάνω και διδακτορικό. Μη μου πείτε ότι δεν μείνατε με ανοιχτό το στόμα».
Ο κύριος Εφέσογλου πράγματι ορθάνοιξε το στόμα, αλλά για να βάλει τα γέλια.
«Ω αγαπητόν αθώον, αφελές και απονήρευτον μειράκιον φιλοδοξούν διακριθήναι εις την δικηγορικήν κονίστραν. Τι νομίζατε; Ότι δίνουμε δεκάρα για τα πτυχία και τις ξένες γλώσσες; Εμείς σκλαβάκι ψάχνουμε. Και να μην έχετε καμιά αμφιβολία ότι θα το βρούμε. Βλέπετε, δεν πρόκειται ποτέ και πουθενά να βρείτε γραφείο που να εγγυάται ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, είστε υποχρεωμένος να μπείτε στο σύστημα και να πείτε κι ένα τραγούδι. Λοιπόν, επειδή τελειώνει ο χρόνος, αν δέχεστε, ξεκινάτε αμέσως. Ξεσκονίστε, παρακαλώ, τη βιβλιοθήκη γιατί έχει πιάσει κορέους και μετά πάρτε αυτούς τους φακέλους να τους παραδώσετε στον συνεργάτη μου στην Κυψέλη. Α, και επειδή έχουν απεργία λεωφορεία και μετρό σήμερα, θα πάτε με τα πόδια να γυμναστείτε και λίγο γιατί έχετε κάνει προγούλι».
«Ε, αφήστε καλύτερα, έχω να πάω τον γιο μου στη συγχρονισμένη κολύμβηση. Ευχαριστώ. Αντίο».
Κι έτσι τέλειωσε άδοξα η πρώτη συνέντευξη του Φίλιππου, που όμως δεν πτοήθηκε διόλου. Ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε σύντομα. Τι στο καλό πια; Τόσα προσόντα είχε, δεν μπορεί, κάποιος θα βρισκόταν να τα εκτιμήσει.
Την επομένη, αναζήτησε την τύχη του σε ένα άλλο δικηγορικό γραφείο, και πάλι στο κέντρο της Αθήνας, αυτήν τη φορά στην Ομόνοια. Το κτήριο δεν ήταν όπως το προηγούμενο, αλλά ο Φίλιππος ήταν αποφασισμένος να μην ενδιαφέρεται πια για το περιτύλιγμα, αλλά για την ουσία. Ο υποψήφιος εργοδότης του, ένας ευτραφής κύριος που τον υποδέχτηκε με ένα ευμέγεθες πούρο στο στόμα, ευτυχώς τον δέχτηκε ακριβώς την ώρα που είχαν κανονίσει.
«Καλησπέρα. Λέγομαι Φίλιππος Αυταπάτης, έχω πτυχίο λίαν καλώς, μεταπτυχιακό άριστα, κάνω διδακτορικό, είμαι πολύ εργατικός και έντιμος και αν με προσλάβετε, δεν θα χάσετε, ρωτήστε και τους 29 κατασκευαστές πλυντηρίων που με συνιστούν».
«Ώστε μεταπτυχιακό άριστα και κάνετε και διδακτορικό. Αγαπητέ μου, με εντυπωσιάσατε. Χαίρομαι πάντα να βλέπω συναδέλφους που αναζητούν κάτι περισσότερο από τη συνηθισμένη γνώση. Τα συγχαρητήριά μου, αγαπητέ, αλλά ξέρετε, υπάρχει ένα πρόβλημα».
Ο Φίλιππος ξεροκατάπιε. Χαμογέλασε, ωστόσο, και αποφάσισε να μην πέσει αμαχητί.
«Ό,τι κι αν είναι, θα το ξεπεράσουμε. Καλή θέληση να υπάρχει, βρε αδερφέ. Πείτε μου το πρόβλημα και θα δείτε ότι θα το λύσουμε».
«Δεν νομίζω ότι λύνεται εύκολα. Ξέρετε, είστε άντρας».
Ο Φίλιππος ένιωσε να μουδιάζει το αριστερό του χέρι.
«Νομίζω ότι μόλις μου κάηκε ο εγκέφαλος. Τι εννοείτε ‘είστε άντρας’»;
«Ότι είστε άντρας».
«Και ποιο είναι το πρόβλημα»;
«Το ότι είστε άντρας. Ξέρετε, εμείς θέλουμε κοπέλα».
«Γιατί; Για κοπτοραπτού-μηχανικού-τιγκελού ψάχνετε»;
«Όχι βέβαια. Αλλά θέλουμε κοπέλα».
«Ξέρετε, εγώ ευχαρίστως να πάω στην Καζαμπλάνκα για τη σχετική εγχείρηση, αλλά έχω μανούλα καρδιοπαθή, δεν νομίζω να το αντέξει».
«Μπαρδόν»;
«Τίποτα, κάτι τρίχες δικές μου. Χαίρετε».
Η επόμενη απόπειρα έδειχνε πιο ευοίωνη για το δύστυχο φιλαράκι μου. Ο δικηγόρος φαινόταν πράγματι ενθουσιασμένος με τον Φίλιππο.
«Νομίζω ότι θα συνεργαστούμε πολύ καλά. Φαίνεστε έξυπνος και ενσυνείδητος. Εμείς, ξέρετε, δεν είμαστε σαν τα άλλα γραφεία. Εξασφαλίζουμε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και, αν μείνουμε ευχαριστημένοι, θα συνεχίσουμε τη συνεργασία και αφού πάρετε την άδεια».
«Ω, τι ευγενής που είστε. Με κατασκλαβώνετε. Χαίρομαι που επιτέλους γνωρίζω έναν δικηγόρο που εκτιμά τα προσόντα μου. Οι άλλοι αδιαφορούσαν για το πτυχίο μου με λίαν καλώς, το μεταπτυχιακό με άριστα και το διδακτορικό που κάνω».
«Με συγχωρείτε, κάνετε διδακτορικό; Λυπάμαι, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε. Χαίρετε».
«Μα, πώς; Γιατί; Πού; Πότε; Τι; Ποιος»;
«Αγαπητέ μου, όσοι κάνουν διδακτορικό δεν έχουν τον χρόνο να ασχοληθούν με τη δικηγορία. Άσε που θέλουν να τρέχουν σε βιβλιοθήκες για έρευνα και τις λοιπές μπούρδες».
«Μα πώς το λέτε αυτό; Σας διαβεβαιώ ότι θα είμαι συνεπής και πιστός στο καθήκον σαν υποβρύχιος καταδρομέας σε άσκηση ανακατάληψης βραχονησίδας. Μη μου το κάνετε αυτό και σας είχα συμπαθήσει».
«Λυπάμαι. Είστε overqualified (μη μου πείτε ότι δεν εντυπωσιαστήκατε από το αγγλικό!). Χαίρετε».
Η αμέσως επόμενη απέλπιδα προσπάθεια του Φίλιππου τον έφερε στο κατώφλι της μεγάλης νεοσύστατης δικηγορικής εταιρείας «Το αλάνθαστο δικόγραφο». Με το που μπήκε στον χώρο υποδοχής ένιωσε σαν παίκτης του Big Βrother.
«Με συγχωρείτε», είπε απευθυνόμενος στον υποψήφιο εργοδότη του, «τι είναι όλες αυτές οι κάμερες»;
«Α, έτσι δουλεύουμε εμείς. Οι νέοι συνεργάτες ελέγχονται πάντοτε από εμάς τους παντοδύναμους και αδίστακτους εργοδότες και, αν διαπιστωθούν παραβάσεις, τιμωρούνται σκληρά».
«Τι εννοείτε»;
«Αν μείνετε στην τουαλέτα παραπάνω από 33 δευτερόλεπτα στέκεστε στον τοίχο στο ένα πόδι για δυόμιση ώρες, αν μιλήσετε σε συνάδελφο για κάτι άλλο εκτός από τα τρέχοντα ζητήματα εργασίας, σας βάζουμε βραστό αβγό στη μασχάλη, αν αρρωστήσετε περισσότερο από τρεις μέρες, σας λιθοβολούμε, και αν τοποθετήσετε δικόγραφο σε λάθος φάκελο, σας καταδικάζουμε στον δι’ ανασκολοπισμού θάνατο».
«Τι είναι ο δι’ ανασκολοπισμού θάνατος»;
«Το παλούκωμα, άσχετε! Μα δεν έχετε διαβάσει τους ‘Χίλιους και δύο τρόπους εξόντωσης παρεισάκτων’ του βαρόνου ντε Σαντ»;
Όπως καταλαβαίνετε, ο Φίλιππος έγινε Λούης.
Έναν μήνα μετά, ο φουκαράς φιλαράκος μου είχε λιώσει στα πόδια του πηγαίνοντας από γραφείο σε γραφείο και ακούγοντας τις πιο απίθανες και τρελές ατάκες από τους υποψήφιους εργοδότες του. Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση και δέχτηκε την πρόταση του φίλου του πατέρα του να κάνει άσκηση στο δικό του γραφείο. Εξ άλλου, ο φίλος του πατέρα του μπορεί να μην ήταν κανένας διάσημος δικηγόρος, μπορεί να μην είχε εντυπωσιακές εγκαταστάσεις, μπορεί να μην είχε πελάτες εφοπλιστές, καλλιτέχνες και πολιτικούς, αλλά ήταν ένας καλός άνθρωπος που ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, έσκυβε από πάνω του προσπαθώντας να τον καθοδηγήσει στις πρώτες του απόπειρες να συντάξει δικόγραφα, τον διόρθωνε ήρεμα και με αγάπη και, όσο κι αν ο Φίλιππος έτρεχε όλη τη μέρα προσπαθώντας να γίνουν όλα στην ώρα τους και σωστά, ήξερε ότι επιστρέφοντας στο γραφείο θα αντίκρυζε έναν χαμογελαστό κύριο που θα του έλεγε κι ένα ευχαριστώ όταν θα διεκπεραίωνε σωστά και με επιτυχία μια δουλειά που θα του είχε ανατεθεί και δεν θα τον περίμενε με το δίκανο αν διέπραττε κάποιο σφάλμα.
Την περίοδο της άσκησής του ο Φίλιππος γνώρισε πολλούς δικηγόρους, άλλους καλούς και άλλους κακούς, κατάλαβε πώς ασκείται η δικηγορία στην πραγματικότητα, προσγειώθηκε κάπως απότομα και συνειδητοποίησε τι θα έπρεπε να περιμένει από εδώ και πέρα από ένα επάγγελμα σκληρό, κουραστικό και ψυχοφθόρο. Η αίσθηση όμως ότι ήταν πια και ο ίδιος κοινωνός του επαγγέλματος που σπούδαζε τόσα χρόνια, τον όπλιζε με δύναμη και διάθεση να συνεχίσει και να διαψεύσει την αρχική εντύπωση που του είχε δημιουργηθεί ότι οι εργοδότες του θα τον εκμεταλλεύονταν ή ότι θα έπρεπε να ασχολείται αποκλειστικά με τη δουλειά του 24 ώρες το 24ωρο ή ότι η παράνοια που κυριαρχεί σε αυτό το επάγγελμα απαιτεί εξ ίσου παρανοϊκές συμπεριφορές για να αντιμετωπιστεί. Ήταν σίγουρος ότι θα κατάφερνε να διαψεύσει αυτές τις αρχικές εντυπώσεις και ότι θα κατάφερνε να ανταποκριθεί στις υπερβολικές, πολλές φορές, απαιτήσεις αυτού του επαγγέλματος με επιτυχία και αποτελεσματικότητα. Εξ άλλου ήταν σίγουρος ότι σύντομα, και όταν θα περνούσε η δύσκολη περίοδος της προσαρμογής, θα δικαίωνε την επιλογή του να σπουδάσει και ν ασκήσει επαγγελματικά αυτήν την επιστήμη. Ήταν σίγουρος ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Ή μήπως όχι;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου