31.1.09

Οι διπλανοί μας "άλλοι"

[Heath Cabot
μετάφραση: Ελένη Μαντέση]

Είμαι μια πολιτισμική ανθρωπολόγος, αυτή τη στιγμή στο “πεδίο”, ακολουθώντας εδώ και ένα χρόνο το “τελετουργικό” μιας έρευνας εμβάθυνσης, σύμφωνα με την πάγια μεθοδολογική πρακτική της ανθρωπολογίας. Προσωρινά αποσπασμένη από την πανεπιστημιακή μου βάση, όπου η ταυτότητα και λόγος ύπαρξης του κλάδου μου είναι κάτι το δεδομένο, βρίσκομαι συχνά έκπληκτη και αμήχανη μπροστά στο πόσο δύσκολο είναι να περιγράψει κανείς τί ακριβώς κάνει ένας ανθρωπολόγος. Όταν πρόσφατα βρέθηκα να εξηγώ, κομπιάζοντας, σ’ ένα δικηγόρο τί είναι η ανθρωπολογία, μου απάντησε: “Όλοι ξέρουν τί είναι ένας δικηγόρος, εγώ δεν ξέρω όμως τί κάνει ένας ανθρωπολόγος. Δεν είναι λίγο περίεργο να μην μπορείς να περιγράψεις το ίδιο σου το επάγγελμα;” Λοιπόν,ναι… Θα επεσήμανα, όμως, ότι οι δυσκολίες ως προς την περιγραφή του επαγγέλματος μου, αντανακλούν μια ασάφεια που αποτελεί συστατικό κομμάτι της πρακτικής της ανθρωπολογίας. Τα διαχωριστικά όρια της ανθρωπολογίας από άλλα επιστημονικά πεδία δεν έχουν διαγραφεί μέσα από ξεκάθαρη θεωρία ή πράξη, αλλά κυρίως σε σχέση με την ιστορικά προβληματική σύνδεση της ανθρωπολογίας με την αποικιοκρατία.
Εδώ, στο “πεδίο”, βρίσκομαι συνέχεια σε μια θέση που πρέπει να δικαιολογώ και να διαπραγματεύομαι την ζωντανή κληρονομιά αυτής της ιστορίας. Αυτή η μεγάλη, σμηνώδης πόλη, η Αθήνα, είναι το “πεδίο” μου, και αυτό είναι ίσως τελικά που φαίνεται το πιο αξιοπερίεργο στους ανθρώπους, όταν συστήνομαι ως “ανθρωπολόγος”. Το βασικό μου πεδίο έρευνας είναι ένας ΜΚΟ σχετικός με το άσυλο και όταν πήγα για πρώτη φορά οι περισσότεροι εργαζόμενοι συμπέραναν ότι είμαι ειδική στα θέματα που αφορούν τις χώρες προέλευσης· έμειναν έκπληκτοι όταν άκουσαν πως στην πραγματικότητα εγώ μελετώ αυτούς τους ίδιους και τον οργανισμό. Είχα μάλιστα και μια σοκαριστική (και αποκαλυπτική) συνάντηση με έναν αιτούντα άσυλο Σουδανό, που μου είπε: “Είσαι ανθρωπολόγος. Εμείς στο Σουδάν, έχουμε ξεχάσει την ιστορία μας. Εσύ πρέπει να μπορείς να μας πεις κάτι για την φυλή μας, για τον αφρικάνικο πολιτισμό μας”. Πράγματι, εδώ στο “πεδίο”, έχω ανακαλύψει ότι η ανθρωπολογία εξακολουθεί να σχετίζεται με το λεγόμενο “εξωτικό”, με τον αποικιοκρατούμενο “Άλλο”, το οποίο, σε παγκόσμια κλίμακα, συνεχίζει να παραπέμπει στον υποτιθέμενο “τρίτο κόσμο”, είτε αυτό το “διαφορετικό” κρίνεται ως ιερό ή ανόσιο.
Αυτό είναι μια άμεση αντανάκλαση της ίδιας της ενοχλητικής ιστορίας της ανθρωπολογίας, ως “το εργόχειρο της αποικιοκρατίας”. Ο Franz Fanon περιέγραψε την αποικιοκρατία ως ένα κόσμο “κατοικούμενο από δύο διαφορετικά είδη”(Fanon 1963:39-40), διακλαδιζόμενο μέσω αυτού που η Partha Chatterjee περιγράφει ως τον “κανόνα της αποικιοκρατικής διαφοράς”(Chatterjee1993). Και η εμφάνιση της ανθρωπολογίας ως κλάδου, συνδέθηκε σε βάθος με τις αποικιοκρατικές μεθοδεύσεις των φυλετικών διακρίσεων και του αποκλεισμού, μέσα από τις οποίες εμφανίστηκε το “άλλο”.
Χρησιμοποιώντας τις αποικιοκρατικές διασυνδέσεις για να διεξάγουν έρευνες σε αποικίες οι ανθρωπολόγοι επεδίωξαν αφενός να φιλτράρουν, να βιώσουν και να καταγράψουν το αποικιοκρατούμενο “άλλο”, μέσα από την επιστημονική ενατένιση. Ο χώρος του “πεδίου” ενθάρρυνε τις τάσεις δημιουργίας “ετεροτήτων” στην ανθρωπολογία. Καθώς οι ανθρωπολόγοι ήρθαν σε επαφή με άτομα που δεν έμοιαζαν στους ίδιους, ανέπτυξαν άμεσες και προσωπικές επαφές. Ωστόσο, η ένταση της εμπειρίας του να βρίσκεσαι εκεί, στο πεδίο, να βλέπεις ανεμπόδιστα, έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στην τάση κατασκευής της ετερότητας. Με το να είσαι εκεί, και με το να αρθρώνεις λόγο για το“άλλο” μέσα από την κυριαρχική επιστημονική ενατένιση, η ανθρωπολογία έδωσε στο “άλλο” σχήμα, ξανασχεδιάζοντας τα όρια μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου.
Σαν μέθοδος που εμφανίστηκε ως τρόπος ανίχνευσης και καταγραφής του χρονικού του “άλλου” κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, η ανθρωπολογία σήμερα αγωνίζεται να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει αυτήν την προβληματική ιστορία της, προσφέροντας την ίδια στιγμή κάτι χρήσιμο και καινούργιο. Αυτή η πρόκληση είναι συνεχής, ιδίως όταν κανείς δίπλα στην ανθρωπολογία έχει επιστήμες επίσης ταγμένες στην αντίστοιχης ποιοτική κοινωνική έρευνας,όπως – ιδίως – η κοινωνιολογία. Ενόσω οι ανθρωπολόγοι κατά κανόνα μελετούσαν το λεγόμενο “εξωτικό”, βρισκόμενοι σε χωριά απομακρυσμένα από τη “μητρόπολη”, οι κοινωνιολόγοι προ πολλού έχουν αφοσιωθεί στη μελέτη των πόλεων, της εργασίας, των αγορών και των υποτιθέμενων κέντρων εξουσίας και κεφαλαίου. Ωστόσο, χάρη τόσο στη θεωρία των συστημάτων όσο και στην κριτική της αποικιοκρατίας, υπήρξε μία θεωρητική και μεθοδολογική κάμψη της διπολικότητας ανάμεσα στο καλούμενο “παραδοσιακό” και το “μοντέρνο”, ανάμεσα στην περιφέρεια και το κέντρο, ανάμεσα στην αποικία και τη μητρόπολη. Τόσο οι ανθρωπολόγοι, όσο και οι κοινωνιολόγοι αντιμετωπίζουν σήμερα τον κόσμο σαν κάτι σύνθετο και διασυνδεδεμένο, ανεξάρτητα με το που εστιάζει κανείς την προσοχή του. Και οι δύο μάλιστα διεξάγουν έρευνες παντού – σε νοσοκομεία, σε επιχειρήσεις, σε προσφυγικούς καταυλισμούς, σε κοινότητες ιθαγενών ευρισκόμενες σε δρόμους εμπορίας κοκαϊνης και ξυλείας, στον υπερ-εθνικό εγκληματικό υπόκοσμο, σε ΜΚΟ, σε κυβερνητικά κτίρια, σε δικαστήρια.
Άραγε, τί έχει να προσφέρει η ανθρωπολογία στον κόσμο μετά την κατάρρευση αυτής της ιδέας του εξωτικού “άλλου” και της ιστορίας της βίας εναντίον του και της εξάλειψής του; Θα πρότεινα δύο συγκεκριμένα πράγματα, που, κατά μία ειρωνεία της τύχης, προέρχονται άμεσα από την ίδια την προβληματική ιστορία της ανθρωπολογίας. Το πρώτο εντοπίζεται στην αυξανόμενη σημασία του “πεδίου” στην ανθρωπολογία. Παρόλο που η ιδέα του τί ακριβώς περιλαμβάνει το “πεδίο” έχει γίνει εξαιρετικά πολύπλοκη (Marcus 1995), αυτή καθ’ εαυτή η μακροπρόθεσμη, εντατική εθνογραφική έρευνα, παραμένει μ’όλα ταύτα συστατικό στοιχείο της πρακτικής της ανθρωπολογίας. Οι ανθρωπολόγοι μπορούμε πλέον να ταξιδεύουμε πολύ πιο πέρα από το χωριό, έχουμε όμως διατηρήσει ένα ισχυρό δεσμό με την “άμεση”, “τοπική” γνώση (Raffles), την οποία πρέπει να σταχυολογήσουμε σταδιακά, μέσα από πρόσωπο-με-πρόσωπο συναντήσεις με συγκεκριμένους ανθρώπους. Δευτερον, ακριβώς όπως οι Franz Boaz και Ruth Benedict άρχισαν να χρησιμοποιούν την επιστήμη τους ως τρόπο να καταπολεμήσουν τον ρατσισμό και τον αποκλεισμό, παρά να τον ενισχύσουν, οι ανθρωπολόγοι εισφέρουν μια έντονα κριτική ματιά στο ερώτημα “πώς δουλεύει η εξουσία” και “πώς διαγράφονται τα όρια του αποκλεισμού”. Επειδή οι ανθρωπολόγοι πρέπει να έχουν βαθειά συνειδητοποιήσει την προβληματική-αποικιακή καταβολή του κλάδου τους, συνεχώς αναζητούν τους τρόπους με τους οποίους λαμβάνει χώρα “ύπουλα” ο αποκλεισμός και η διάκριση, ερευνώντας ακόμα πώς και η ίδια η επιστημονική γνώση εμπλέκεται πάντοτε σε σχέσεις εξουσίας .

Και οι δύο προπεριγραφείσες ιδιότητες είναι χρήσιμες, ιδίως όταν η ανθρωπολογία έρχεται αντιμέτωπη με ζητήματα σχετικά με το νόμο και την κυβερνητική ισχύ. Ο “νόμος” οριοθετείται συχνά, τόσο μέσα από νομική, όσο και από μια ευρύτερα λαϊκή σκοπιά ως κάτι αρκετά άκαμπτο, που δημιουργείται από το κράτος με τρόπους σαφώς “από τα πάνω προς τα κάτω”.
Ποιοτικές εθνογραφικές μελέτες, ωστόσο, κατευθύνουν την προσοχή μας στις ανεπίσημες και συχνά εκπληκτικές διαδικασίες και διαδράσεις που είναι ύψιστης σημασίας στο να κατανοήσουμε πώς ο νόμος να παίρνει μορφή και αποκτά νόημα. Περαιτέρω, οι ανθρωπολόγοι μπορούν να εισφέρουν μια σημαντική ευαισθητοποίηση στο ζήτημα της κρυμμένης βίας που συχνά εμποτίζει το νομικό λόγο και τη νομική πρακτική, καθώς και στο ρόλο του νόμου στον καθορισμό των ορίων μεταξύ αποδοχής αποκλεισμού. Οι Walter Benjamin, Derrida και Georgio Agamben, έχουν ήδη αποδείξει ότι η ικανότητα του νόμου να ασκεί βία είναι ιδιαίτερα ισχυρή αν και πολλές φορές συγκεκαλυμμένη. Οι εθνογραφικές αναζητήσεις σχετικά με τη σύνδεση νόμου και κυβερνητικής εξουσίας, έρχονται συχνά άμεσα αντιμέτωπες με αυτή τη βία, καταδεικνύοντας το πώς ο νόμος, καθώς προσδιορίζει τί έιναι νόμιμο και τί παράνομο, κατατάσσει ταυτόχρονα συγκεκριμένα υποκείμενα στη σφαίρα του παράνομου, του αλλότριου και του διαφορετικού. Το ζήτημα του ποιος και τί καταλαμβάνει τις θέσεις νομικής κυριαρχίας είναι εξόχως σημαντικό, καθώς συχνα καθορίζει το ποιος και τί τίθεται “εκτός νόμου”. Εφιστώντας την προσοχή στους σύνθετους, συχνά γεμάτους εκπλήξεις τρόπους με τους οποίους ο νόμος εμφανίζεται τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη, οι ανθρωπολογικές μέθοδοι μπορούν να ρίξουν φως στις σημαντικές ερωτήσεις του ποιός συμμετέχει στη διαμόρφωση του νόμου, πώς διαμορφώνεται ο νόμος και πώς κατασκευάζεται ο αποκλεισμός και η διαφορετικότητα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Agamben, Giorgio. 1998. Homo sacer: Sovereign power and bare life. Daniel Heller-Roazen trans. Stanford: Stanford University Press.
Benjamin, Walter. 1996 (1921). Critique of violence. Walter Benjamin: Selected writings, volume 1, 1913-1926. Rodney Livingstone et al. trans. Marcus Bullock and Michael W. Jennings eds. Cambridge and London: The Belknap Press of Harvard University Press: 236-252.
Chatterjee, Partha. 1985. Nationalist thought in the colonial world: A derivative discourse. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Derrida, Jaques. 1992. Force of law: The mystical foundation of authority. In Deconstruction and the possibility of justice. Drucilla Cornell et al. eds. London: Routledge: 3-68.
Fanon, Franz. 1963. The wretched of the earth. Trans. Constance Farrington. New York: Grove Press.
Marcus, George. 1995. Ethnography in/of the world System: The emergence of multi-sited ethnography. Annual Review of Anthropology: 24: 95-117
Raffles, Hugh. 2000. Intimate knowledge. International Social Science Journal 173.




Δεν υπάρχουν σχόλια: